Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ



του
Ζήση Δ. Παπαδημητρίου[1]


Η στάση της γερμανικής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την κρίση και τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας μας, εγείρει σωρεία ερωτημάτων σχετικά με το ρόλο της Γερμανίας και το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εμμονή της στην αυστηρή τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το οποίο άλλωστε, ως γνωστόν, πρώτες η Γερμανία και η Γαλλία το παραβίασαν, και οι παλινδρομήσεις της καγκελαρίου κ. Angela Merkel στην προσπάθεια των χωρών-μελών της Ευρωζώνης να στήσουν το μηχανισμό στήριξης της Ελλάδας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις άγριες επιθέσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου και να εξασφαλίσει δάνεια στις διεθνείς αγορές με λογικούς όρους, δεν αποτελούν μόνον ένδειξη αλλά επιβεβαιώνουν περίτρανα πως ακολουθεί δική της πολιτική στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία και δυσκολεύεται, ως γνωστόν, αφάνταστα να βρει τους ρυθμούς της, αντιμετωπίζοντας σοβαρούς κινδύνους παράλυσης μέχρι και διάλυσης, αν δεν αλλάξει πολιτική. Η άποψη πως η κ. Merkel αποφεύγει να τοποθετηθεί ξεκάθαρα στο θέμα σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας, λόγω των επικείμενων εθνικών εκλογών, γιατί φοβάται πως η απόφασή της να στηρίξει την Ελλάδα θα επηρεάσει αρνητικά την ψήφο των εκλογέων σε βάρος του κόμματός της (CDU), δεν αποκαλύπτει την πλήρη αλήθεια, η οποία και θα πρέπει να αναζητηθεί στους μακροπρόθεσμους πολιτικούς σχεδιασμούς της Γερμανίας[2]. Μακριά από κάθε συνωμοτική αντίληψη της ιστορίας, νομίζω πως για την καλύτερη κατανόηση αυτής της πολιτικής είναι απαραίτητη μια, έστω και σύντομη, αναδρομή στα γεγονότα που συνόδευσαν τη μεταπολεμική εξέλιξη αυτής της χώρας.

1. Οι πολεμικές αποζημιώσεις και η παλινόρθωση της γερμανικής οικονομίας

Η Γερμανία έτυχε ιδιαίτερης μεταχείρισης όσον αφορά στις αποζημιώσεις τόσο μετά τον Α΄ όσο και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καταρχήν, συναίνεσε με την πληρωμή αποζημιώσεων ως μέρος της συνθήκης των Βερσαλλιών, επικέντρωσε, ωστόσο, τα ενδιαφέρον της στη μείωση, ει δυνατόν, στο ελάχιστο των υποχρεώσεών της. Οι άρχουσες ελίτ της χώρας επιχείρησαν να εξαλείψουν το χρέος αποκατάστασης, ακολουθώντας μια οικονομική πολιτική υπερπληθωρισμού. Όταν κι αυτή απέτυχε, το 1923 προχώρησαν στη θέσπιση μιας νομισματικής μεταρρύθμισης, την οποία και  κοινοποίησαν στους πιστωτές των συμμαχικών δυνάμεων της Αντάντ. Σύμφωνα με αυτή τη νέα ρύθμιση, η Γερμανία θα εξέδιδε πλέον διεθνή ομόλογα, με σκοπό την αναχρηματοδότηση των ετήσιων πληρωμών, όπως αυτές είχαν οριστεί στο πλαίσιο αποπληρωμής των αποζημιώσεων. Η πρώτη σημαντική περικοπή του χρέους της Γερμανίας συντελέστηκε την περίοδο 1929-1930, όταν τα ομόλογα αυτά μετατράπηκαν σε νέα ομόλογα με πολύ χαμηλότερα  επιτόκια και ποσά εξαγοράς. Με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929 και τη μετάβαση από τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στην προεδρευόμενη δικτατορία του Heinrich Brüning, οι γερμανικές ελίτ επέβαλλαν μια νέα αντιπληθωριστική πολιτική λιτότητας, προκειμένου να απαλλαγούν από το χρέος αποκατάστασης, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα τη μαζική ανεργία και την εξαθλίωση εκατομμυρίων εργαζόμενων Γερμανών, εξέλιξη που έσπρωξε κυριολεκτικά τις γερμανικές μάζες στις αγκαλιές του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος του Adolph Hitler (NSDAP). Ενόψει των ταχυδακτυλουργιών των οικονομικών συμβούλων του Brüning, οι διεθνείς πιστωτές άρχισαν να αμφιβάλλουν, αν και κατά πόσο, η Γερμανία προτίθεται να αποπληρώσει το χρέος της, γι΄αυτό και απέσυραν τα δάνειά τους, πράξη που οδήγησε στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Τον Ιούλιο του 1931, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε την αναστολή εξυπηρέτησης του χρέους για να έτος. Το 1932, οι πληρωμές αποζημιώσεων που απέμειναν είχαν μειωθεί από 110 δισ. μάρκα του Ράϊχ σε 3 δισ. χρυσά μάρκα, τα οποία τελικά κανείς δεν απαίτησε. Οι τόκοι, ωστόσο, στα γερμανικά ομόλογα που είχαν εκδοθεί για την αποπληρωμή των αποζημιώσεων συνέχισαν να αυξάνονται. Το 1934, η κυβέρνηση του Adolph Hitler διέκοψε την αποπληρωμή αυτών των τόκων, υπογράφοντας  με τους διεθνείς πιστωτές «συμφωνία αναστολής εξόφλησης», η οποία και ανανεώνονταν κάθε χρόνο[3].
H ήττα κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν συνέτισε τη γερμανική ελίτ. Αντίθετα, με αρχηγό του κράτους πλέον τον Adolph Hitler, εξαπέλυσε τον πλέον αιματηρό πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, υποχρεωμένη και πάλι η Γερμανία, μετά τη νέα ήττα, να καταβάλει πολεμικές αποζημιώσεις στους συμμάχους με επικεφαλής, τούτη τη φορά, τις ΗΠΑ. Η διαίρεση της Γερμανίας σε Ανατολική Γερμανία υπό σοβιετικό έλεγχο και σε Δυτική Γερμανία υπό τον έλεγχο των τριών νικητριών δυνάμεων (ΗΠΑ,  Αγγλία και Γαλλία), άλλαξε εκ βάθρων τα γεωπολιτικά δεδομένα στη χώρα.. Η Ανατολική Γερμανία (DDR), ανήκοντας πλέον στη σοβιετική επικράτεια, κατέβαλε σημαντικές αποζημιώσεις μέχρι και το 1953. Η Δυτική Γερμανία (BRD) βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη με την καταβολή αποζημιώσεων. Έτσι, στη συνδιάσκεψη των δυτικών νικητριών δυνάμεων που έλαβε χώρα στις 14 Ιανουαρίου  1946 στο Παρίσι και στην οποία συμμετείχε με εκπροσώπους της και η Ελλάδα, συζητήθηκε και ψηφίστηκε το Σύμφωνο Αποζημιώσεων, σύμφωνα με το οποίο η Γερμανία όφειλε να καταβάλει αποζημιώσεις στους νικητές για τις καταστροφές που προκάλεσε κατά τον πόλεμο συνολικού ύψους 7,1 δισ. δολαρίων με βάση την αγοραστική δύναμη του 1938. Σημειωτέον ότι στην Ελλάδα επιμερίστηκε το 3,5% αυτού του ποσού ως αποζημίωση για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα την περίοδο του πολέμου, συν το δάνειο που εξαναγκάσθηκε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος να χορηγήσει το 1942 στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής για την κάλυψη των εξόδων τους, τουτέστιν 106,5 δισ. δολάρια σε τιμές του 2010, δηλαδή 78,958 δισ. Ευρώ[4].
Αρχικά, ο Οργανισμός Αποκατάστασης των Συμμάχων που είχε πρόσβαση σε συναλλαγματικά διαθέσιμα της Γερμανίας, προχώρησε στη μερική διάλυση της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας καθώς και απαγόρευση της παραγωγής όπλων, απόφαση, ωστόσο, η οποία ανακλήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, καθώς το κλίμα του ψυχρού πολέμου που επικράτησε έκτοτε στην Ευρώπη εξανάγκασε τις ΗΠΑ και την Μεγάλη Βρετανία να επαναπροσδιορίσουν τις προτεραιότητές τους, γεγονός που άλλαξε άρδην τις σχέσεις των δυτικών συμμάχων με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία και λειτούργησε έκτοτε ως προπύργιο και ιδεολογικός καθρέφτης του αυτοαπακαλούμενου «ελεύθερου κόσμου» στην αντιπαράθεσή του με τη Σοβιετική Ένωση και τους συμμάχους της στην Ανατολική Ευρώπη, αγνοώντας επιδεικτικά  τα δισεκατομμύρια των ταπεινών και καταφρονεμένων, των «καταραμένων» κατά τον Φράνς Φανόν του Τρίτου Κόσμου. Στόχος πλέον της γερμανικής οικονομικής και εξουσιαστικής ελίτ ήταν, όχι μόνον να απαλλαγούν από τις νέες αποζημιώσεις αλλά, ει δυνατόν, να μειώσουν στο ελάχιστο την εξυπηρέτηση  του εναπομείναντος χρέους για τις που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάνης του 1932. Στις αρχές του 1953, ξεκίνησαν στο Λονδίνο οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους, όπου οι διαπραγματευτές της Γερμανίας έθεσαν επί τάπητος ξανά το θέμα της αναδιαπραγμάτευσης του χρέους, τόσο εκείνου από την εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης για τις αποζημιώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όσο και τα 15 δις γερμανικά μάρκα, χρέη που προέκυψαν στις δυτικές ζώνες κατοχής τα πρώτα χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και αφορούσαν  το κόστος κατοχής και μέρος των δανείων από το Σχέδιο Μάρσαλ[5]. ΄Ηδη με την έναρξη των διαπραγματεύσεων και  υπό την πίεση των Αμερικανών και Βρετανών αντιπροσώπων, οι διεθνείς πιστωτές της Γερμανίας, μαζί και η Ελλάδα, παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις για τα ανατοκιζόμενα επιτόκια ύψους 14 δις γερμανικά μάρκα που ήταν εκκρεμή από το 1934, με αποτέλεσμα το χρέος από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να μειωθεί κατά ένα δις στα 13,5 δισ. . Η απόφαση των διαπραγματευτών να μην χρησιμοποιηθεί ο κανόνας του χρυσού ως βάση για τις διαπραγματεύσεις οδήγησε στην περαιτέρω μείωση των προπολεμικών  χρεών στα 9,6 δισ. γερμανικά μάρκα. Στη συνέχεια, οι πιστωτές αποδέχθηκαν τη μείωση των επιτοκίων αλλά και την παραίτηση από τον ανατοκισμό των τόκων κι έτσι το χρέος από τα 9,6 δισ. μειώθηκε τελικά στα 7,3 δισ. γερμανικά μάρκα. Καθώς τα μεταπολεμικά χρέη ήταν λιγότερα από 7 δισ., το σύνολο των απαιτήσεων των πιστωτών περιορίστηκε τελικά  στα 14 δισ. γερμανικά μάρκα και η αποπληρωμή τους αποφασίστηκε να γίνει εντός μιας περιόδου 20 έως 35 ετών, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο η οικονομική ανάπτυξη της τότε Δυτικής Γερμανίας. Με άλλα λόγια, επρόκειτο για «κούρεμα» του χρέους κατά δύο τρίτα και πλέον. Το συνολικό ποσό του χρέους ήταν μόλις το 20% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) της Δυτικής Γερμανίας, τουτέστιν 70 δισ. γερμανικά μάρκα το 1953. Η εξυπηρέτησή του (επιστροφή συμπεριλαμβανομένων των τόκων) απαιτούσε κατά μέσο όρο κοντά το 3,5% των εσόδων από τις γερμανικές εξαγωγές.  Ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εξυπηρέτηση των χρεών για τις αποζημιώσεις που όριζε η Συνθήκη των Παρισίων του 1946, αναβλήθηκε μέχρι την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, υποκατάστατο της οποίας αποτελεί η γνωστή «Δυο συν Τέσσερα Συνθήκη» του 1990, που σηματοδότησε την κατάρρευση του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού»  και άνοιξε το δρόμο για την επανένωση των δυο Γερμανιών, της Ανατολικής Γερμανίας (DDR) και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (BRD) [6].

2. Η Ελλάδα και οι γερμανικές αποζημιώσεις

Αν και συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις του 1946 στο Παρίσι, η Ελλάδα δεν διεκδίκησε καν το μέρος των γερμανικών αποζημιώσεων του 3,5% του συνολικού ποσού που προέβλεπε το Σύμφωνο Αποζημιώσεων. Έχουν περάσει εξήντα οκτώ χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όμως, τόσο οι γερμανικές όσο και οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, δεν έδειξαν την όποια διάθεση να διευθετήσουν την υποχρέωση αυτή του γερμανικού κράτους απέναντι στην Ελλάδα.
Εύλογα ερωτηματικά προκαλεί το γεγονός ότι οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις, για λόγους που συνεχίζουν να παραμένουν αδιευκρίνιστοι, δεν διεκδίκησαν  τις πολεμικές αποζημιώσεις. Περίεργο είναι συν τοις άλλοις ότι δεν υπάρχουν ή αν υπάρχουν δεν έχουν δει ακόμη το φως της δημοσιότητας σχετικά έγγραφα που να επιβεβαιώνουν ή και να διαψεύδουν πιθανές μυστικές διαπραγματεύσεις και συμφωνίες μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας που τελικά παραπέμπουν τις πολεμικές αποζημιώσεις στις γνωστές «ελληνικές καλένδες». Η Γερμανία τηρεί «σιγή ιχθύος», αρνούμενη ουσιαστικά να συζητήσει καν το θέμα, ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν τολμούν ή δεν θέλουν να διεκδικήσουν σθεναρά τις γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και μάλιστα σήμερα που η χώρα μας βρίσκεται οικονομικά στο χείλος του γκρεμού.
Όπως μας πληροφορεί σε συνέντευξή του ο ιστορικός Hagen Fleischer, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Μάρτιο του 1948 και πριν ακόμη ιδρυθεί η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Συμβούλιο Πολιτικών Υποθέσεων της τότε ελληνικής κυβέρνησης συνεδρίασε με θέμα το γερμανικό ζήτημα. Ο προεδρεύων Παναγιώτης Πιπινέλης φέρεται να δηλώνει, πως ενόψει του διαφαινόμενου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η Γερμανία θα πρέπει να ανορθωθεί οικονομικά, καθότι θα κληθεί να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κόσμων και πως στην προσπάθειά της αυτή θα πρέπει να συμβάλουμε κι εμείς στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, γιατί είναι και προς το συμφέρον της χώρας μας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΗΠΑ φρόντισαν, όπως μας πληροφορεί ο Γερμανός Καθηγητής του London School of Economics Albrecht Ritschl στο έγκυρο γερμανικό περιοδικό „Der Spiegel[7], εκτός από λίγες εξαιρέσεις, να μην θέσει κανείς από τους 18 συμμάχους επιτακτικά θέμα αποζημιώσεων μέχρι τη μελλοντική επανένωση της Γερμανίας, με αποτέλεσμα οι συμμαχικές  χώρες, μαζί και η Ελλάδα, να αποποιηθούν του δικαιώματός τους να διεκδικήσουν πολεμικές αποζημιώσεις απέναντι στην ηττηθείσα  Γερμανία. Μετά την επανένωση της Γερμανίας, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας Helmut Kohl αρνήθηκε ωστόσο να υλοποιήσει τα προβλεπόμενα για τις αποζημιώσεις στο Σύμφωνο του Λονδίνου του 1953. «Η Ελλάδα-αναφέρει ο Καθηγητής Ritschl- είναι ένα από τα κράτη που δεν πήραν δεκάρα…Το περίφημο «γερμανικό οικονομικό θαύμα» της μεταπολεμικής περιόδου συντελέστηκε πάνω στις πλάτες άλλων Ευρωπαίων. Αυτό δεν το ξεχνούν οι ΄Ελληνες». Oι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις ωστόσο κώφευσαν και συνεχίζουν να κωφεύουν !
Και όμως δόθηκαν πολλές ευκαιρίες στη χώρα μας, να διεκδικήσει πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Μax Merten, διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1941-1944 που έδινε στην Ελλάδα τη ευκαιρία να θέσει επί τάπητος το θέμα των αποζημιώσεων. Το Απρίλιο του 1957 συγκεκριμένα και επί κυβερνήσεως της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Merten επισκέφθηκε την Αθήνα για ιδιωτικούς λόγους, συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές, οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης με την κατηγορία της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου  και στις 5 Μαϊου 1959 καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη. Ο Μerten, ωστόσο, δεν εξέτισε την ποινή του. Μετά από παρέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης αφέθηκε ελεύθερος και απελάθηκε στην πατρίδα του. Τη στάση αυτή της ελληνικής  κυβέρνησης αντάμειψε η Γερμανία με τη χορήγηση, το Μάρτιο του 1960,  115 εκατ. γερμανικών μάρκων υπό τη μορφή αποζημιώσεων για  όσους Έλληνες πολίτες υπήρξαν κατά την Κατοχή θύματα φυλετικών, θρησκευτικών και ιδεολογιών διώξεων. Την ίδια χρονιά εισέρρευσαν στην Ελλάδα ακόμη 27,576 εκ. δολάρια που προορίζονταν για την αποζημίωση ατόμων που δεινοπάθησαν κατά την κατοχή, αν και το Σύμφωνο Αποζημιώσεων του 1946 δεν προέβλεπε τέτοιου είδους αποζημιώσεις. Το 2003 ακολούθησε μια Τρίτη δόση ύψους 20 εκ. ευρώ, αποζημίωση για εκείνους τους Έλληνες πολίτες που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία και εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν σε καταναγκαστικά έργα ως „Zwangsarbeiter“.[8]
Το ερώτημα, γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν διεκδίκησαν τις πολεμικές αποζημιώσεις, συνεχίζει να απασχολεί την ελληνική κοινωνία, δεδομένης της μέχρι τώρα προβληματικής στάσης της Γερμανίας σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κρίσης και της «προ των θυρών» χρεοκοπίας της χώρας μας.
Ο Γερμανός οικονομολόγος Winfried Wolf σε πρόσφατο άρθρο του  με θέμα την Ελλάδα, αφήνει να εννοηθεί ότι ή ένταξη της χώρας μας στη Ευρωζώνη ήταν αποτέλεσμα παζαρέματος και συμβιβασμών μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας. Επισημαίνει μάλιστα ότι το 1998, όταν ιδρύθηκε η Ευρωζώνη, η Γερμανία υποστήριξε την άποψη πως η Ελλάδα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την ένταξή της στην ΟΝΕ, δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα την 1 Ιανουαρίου 2001 άλλαξε γνώμη και ψήφισε υπέρ της ένταξης. Η Ελλάδα, δηλαδή, «πέτυχε» ξαφνικά και μάλιστα σε σύντομο χρονικό διάστημα να προσαρμόσει τους οικονομικούς της δείκτες στις απαιτήσεις της ΟΝΕ, όταν άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης χρειάστηκαν τουλάχιστον τρία χρόνια εργώδους προσαρμογής. Τι ήταν όμως αυτό που εξανάγκασε την τότε γερμανική κυβέρνηση  συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων υπό τον καγκελάριο Gerhard Schröder να τοποθετηθεί υπέρ της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωζώνη ;
Σύμφωνα με την άποψη του  συγγραφέα του άρθρου, η αλλαγή στάσης της Γερμανίας ήταν μάλλον αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η απόφαση του Πρωτοδικείου της Λεβαδιάς, το Φθινόπωρο του 1997, άνοιγε το δρόμο για την εκδίκαση αποζημιώσεων για τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας στη χώρα μας, απόφαση η οποία ανησύχησε τη γερμανική κυβέρνηση, που θεωρούσε το θέμα των αποζημιώσεων ως λήξαν ! Ο ΄Αρειος Πάγος επικύρωσε τη δικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου Λεβαδιάς σύμφωνα με την οποία  η γερμανική κυβέρνηση καλούνταν να αποζημιώσει με το ποσό των 54 εκ. Ευρώ τα θύματα της σφαγής του Διστόμου. Η κυβέρνηση της Γερμανίας, δια στόματος του τότε υπουργού εξωτερικών Joschka Fischer, ανακοίνωσε πως η Γερμανία δεν προτίθεται να καταβάλει το ποσό αυτό, ενώ ο ΄Αρειος Πάγος άναψε το πράσινο φως για τη δήμευση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων στην Ελλάδα. Όταν ο δικαστικός κλητήρας εμφανίστηκε μπροστά στο κτήριο του γερμανικού Ινστιτούτου Γκαίτε των Αθηνών, προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση του Αρείου Πάγου, δημεύοντας γερμανικό περιουσιακό στοιχείο, στην προκειμένη περίπτωση το κτήριο του Ινστιτούτου Γκαίτε, ο τότε Έλληνας Υπουργός Δικαιοσύνης κ. Σταθόπουλος επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον κ. Κώστα Σημίτη, δήλωσε ότι η εκτέλεση της απόφασης απαιτεί και τη συγκατάθεση του Υπουργού Δικαιοσύνης, την οποία όμως αρνήθηκε να δώσει ο ίδιος, εμποδίζοντας έτσι πρακτικά τη δήμευση γερμανικών περιουσιακών στοιχείων. Η παρέμβαση αυτή του κ. Σταθόπουλου, όπως τονίζει ο συγγραφέας του άρθρου Winfried Wolf, παρέπεμψε και πάλι το θέμα των αποζημιώσεων στο χρονοντούλαπο της ιστορίας[9].
Και «Ω ! του θαύματος», στις 24 Μαϊου 2000 το Υπουργικό Συμβούλιο της Γερμανίας ψήφισε υπέρ της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Φαίνεται πως  κάτι ξέρει η καγκελάριος κ. Merkel, όταν επικαλείται ως επιχείρημα για να δικαιολογήσει τη σκληρή της στάση στο θέμα της ελληνικής οικονομικής κρίσης, ότι η χώρα μας δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για την ένταξή της στο Ευρώ. Αν και με έμμεσο τρόπο καταγγέλλει στην προεκλογική της καμπάνια ενόψει των γερμανικών εκλογών στις 22 Σεπτεμβρίου 2013, ότι ευθύνη φέρνει η τότε κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων του Gerhard Schröder, η οποία, ως φαίνεται, τα βρήκε στο θέμα των αποζημιώσεων με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ υπό τον κ. Κώστα Σημίτη και αποφάσισε την ένταξη της χώρας μας στον ΟΝΕ.

3. Από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)

Το 1958 έξι χώρες και συγκεκριμένα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλία, η Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ   (Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο) συγκρότησαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) με σκοπό την εμπέδωση της ειρήνης στην Ευρώπη. Πρόδρομος της ΕΟΚ υπήρξε η έξι χρόνια νωρίτερα  ίδρυθείσα Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (Montan-Union), μια πολιτικά επικυρωμένη  «σύμπραξη μεγάλης εμβέλειας» της δυτικοευρωπαϊκής βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα, η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε στο σύνολο της οικονομίας, ανοίγοντας έτσι στις επιχειρήσεις των χωρών-μελών της νέες δυνατότητες επέκτασης και διασύνδεσης, με την κατάργηση των εμπορικών δασμών, την άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και γενικά την ενοποίηση των οικονομικών όρων. Πρωταγωνιστικό ρόλο από πολιτική άποψη για την επίτευξη του εγχειρήματος διαδραμάτισε η στρατηγική συμμαχία των οικονομικών ελίτ της Γαλλίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δύο χωρών που στο παρελθόν συγκρούστηκαν επανειλημμένα αιματοκυλίζοντας την Ευρώπη. Η ίδρυση της ΕΟΚ είχε μακροπρόθεσμα ως στόχο, με τις ευλογίες των ΗΠΑ εννοείται,, την εξασφάλιση της οικονομικής ανάπτυξης της Δυτικής Γερμανίας αλλά και να την εμποδίσει να αποκτήσει ξανά ηγεμονική θέση στην Ευρώπη, εξέλιξη η οποία τελικά δεν αποφεύχθηκε, όπως διαπιστώνεται σήμερα με αφορμή την οικονομική κρίση και τις συνέπειές της. Η εξέλιξη αυτή δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει, καθότι το δυτικογερμανικό οικονομικό πρότυπο ανάπτυξης είχε θέση ήδη από την ίδρυση της ΕΟΚ υπό ερώτηση την ισορροπία πολιτικής ισχύος  στο εσωτερικό του άξονα Βόννη-  Παρίσι, με μοχλό τα αποθέματα κεφαλαίου που  είχαν συσσωρευτεί εξ αιτίας των εξοπλιστικών προγραμμάτων την εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού και εξασφάλιζαν, λόγου του μεγέθους τους, σημαντικά πλεονεκτήματα στη δυτικογερμανική εσωτερική οικονομία, τα οποία και εκμεταλλεύτηκε η γερμανική οικονομική ελίτ για να προωθήσει τα μακροπρόθεσμα σχέδιά επικράτησής της στην  Ευρώπη, όχι μόνον οικονομικά αλλά και πολιτικά. Η κατεξοχήν εξαγωγικού χαρακτήρα δυτικογερμανική βιομηχανία έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη μείωση του κόστους παραγωγής, μειώνοντας κυρίως το μισθολογικό κόστος κατά μονάδα παραγωγής, και στις προσιτές τιμές των προϊόντων της κατακτώντας έτσι ολοένα και μεγαλύτερες αγορές του εξωτερικού. Η νέο-εμποροκρατική (νεομερκαντιλιστική) αυτή στρατηγική είχε σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση σημαντικών ανισορροπιών εντός της ΕΟΚ, εξέλιξη που οδήγησε τελικά στην πλήρη οικονομική επικυριαρχία της Γερμανία μετά την επανένωσή της. Κι ενώ η Δυτική Γερμανία είχε να επιδείξει μόνιμα πλεονάσματα του ισοζυγίου πληρωμών, οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες-μέλη της ΕΟΚ παρουσίαζαν χρόνια ελλείμματα. Έτσι, το γερμανικό μάρκο εξελίχθηκε μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ΄60 σε σκληρό «νόμισμα-άγκυρα» της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας[10].
Η οικονομική ανάπτυξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας υπήρξε μεταπολεμικά αλματώδης. Εφάρμοσε με συνέπεια το φορδικό πρότυπο οργάνωσης της παραγωγής με κύρια χαρακτηριστικά α) τη μαζική παραγωγή τυποποιημένων προϊόντων με τη μέθοδο της αλυσίδας συναρμολόγησης και με την χρησιμοποίηση τεχνολογίας αυστηρά προσαρμοσμένης στην παραγωγή ομοειδών προϊόντων, β) τη μαζική απασχόληση κυρίως ημι-ειδικευμένης και ανειδίκευτης εργασίας, γ) τη γενίκευση της μισθωτής εργασίας και την εμπέδωση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων με την εφαρμογή συναινετικών διαδικασιών στις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών  εταίρων με εγγυητή το κράτος («θεσμοποίηση της ταξικής πάλης»), και δ) το κοινωνικό κράτος επιφορτισμένο με το συντονισμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης, καθώς μέσω των κοινωνικών παροχών συμμετείχε ενεργά στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, ενισχύοντας έτσι τις καταναλωτικές τάσεις των μαζών και ολοκληρώνοντας  ομαλά τις διαφορές μεταξύ μαζικής παραγωγής (προσφοράς) και κατανάλωσης στο εσωτερικό (ζήτησης)[11]. Σημειωτέον ότι από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60, η ΟΔΓ δέχθηκε εκατομμύρια ξένους εργάτες, κυρίως από τις χώρες της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία κλπ.) και αργότερα από την Τουρκία, οι οποίοι και συνέβαλαν με την εργασία τους τα μέγιστα στο πολυσυζητημένο γερμανικό «οικονομικό θαύμα», αδιάφορο, αν σήμερα πολλά ΜΜΕ της Γερμανίας χαρακτηρίζουν τους λαούς της ευρωπαϊκής περιφέρειας και κυρίως του Έλληνες ως «τεμπέληδες» !
Από τα τέλη της δεκαετίας του ΄60/ αρχές της δεκαετίας του ΄70, οι οικονομίες των βιομηχανικών χωρών της Δύσης  αντιμετωπίζουν κατά καιρούς το φάσμα της ύφεσης, καθώς το φορδικό πρότυπο παραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου που ίσχυσε μεταπολεμικά άγγιξε τα όριά του. Η πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, με την κατάργηση της μεταπολεμικής Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς (1944), στις 15 Αυγούστου 1971 από την κυβέρνηση Richard Nixon των ΗΠΑ που ρύθμιζε τις συναλλαγματικές σχέσεις διεθνώς με βάση το δολάριο και τη μετατρεψιμότητά του σε χρυσό, είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη επικράτηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, δρομολογώντας συγχρόνως την περιώνυμη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, λέξη-κλειδί του νεοφιλελεύθερου οικονομικού λόγου, τουτέστιν την επικυριαρχία του πολυεθνικού κεφαλαίου και την εμφάνιση της «νέας τάξης πραγμάτων» με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.  Κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της παγκοσμιοποίησης, όπως αυτή εξελίχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες είναι η σταδιακή μετατόπιση  του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα («χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας») και στόχο την επίτευξη υψηλού και εύκολου κέρδους, γεγονός που άλλαξε σε παγκόσμια κλίμακα με δραματικό τρόπο τα οικονομικά και αναπτυξιακά δεδομένα, καθώς ενισχύθηκαν οι τάσεις αποδυνάμωσης του βιομηχανικού συστήματος, το γνωστό φαινόμενο της από-επένδυσης ή αποβιομηχάνισης. Η μετατόπιση του επενδυτικού ενδιαφέροντος από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, το λεγόμενο U-turn, με στόχο την αντιμετώπιση των απωλειών από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους στο βιομηχανικό τομέα  οδήγησε στην «υπερ-χρηματιστική οικονομία», αναδεικνύοντας το τραπεζικό κεφάλαιο, τις αγορές, τους Οίκους Αξιολόγησης και τους κερδοσκόπους σε πρωταγωνιστές του οικονομικού συστήματος. Η  εξέλιξη αυτή είχε, μεταξύ άλλων, ως συνέπεια να εκδηλωθούν, για πρώτη φορά,  με δραματικό τρόπο οι ενδο-ευρωπαϊκές ανισορροπίες.
Σε αντίθεση με το γενικό κλίμα,  η οικονομική ελίτ της Γερμανίας συνέχισε, αν και με εμφανείς δυσκολίες, να επενδύει στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας,  στη βιομηχανική παραγωγή, γνωστού όντος ότι η οικονομική ευρωστία της χώρας οφείλεται κυρίως στις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, που αποτελούν άλλωστε και την «αχίλλειο πτέρνα» της οικονομίας της. Τη θέση της αυτή εκμεταλλεύεται σήμερα η Γερμανία, προκειμένου να ενισχύσει περαιτέρω την ηγεμονική της θέση στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης[12].
Ενόψει των αναστατώσεων που επέφερε η πλήρης απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και ύστερα από σκληρές διαμάχες που  απείλησαν κυριολεκτικά την ενότητα της ΕΟΚ, ο γερμανο-γαλλικός άξονας πρότεινε, το 1972, στα όργανα της Κοινότητας μια νομισματικο-πολιτική συμβιβαστική λύση και συγκεκριμένα τη δημιουργία μιας Ένωσης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας, η οποία και θα φρόντιζε κάθε φορά  οι διακυμάνσεις να μην ξεπερνούν το συν ή πλην 2,5%, δίνοντας συγχρόνως στα μεταξύ τους συνδεδεμένα νομίσματα τη δυνατότητα ελεύθερης διακύμανσης έναντι του δολαρίου. Με τον τρόπο αυτό κατόρθωσαν οι χώρες-μέλη της ΕΟΚ να περιορίσουν τις καταστροφικές συνέπειες της επεκτατικής νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, χωρίς βέβαια και να παραιτηθούν από τη φιλελευθεροποίηση των κεφαλαιαγορών που επέβαλλε η παγκοσμιοποίηση. Ενόψει των εξελίξεων αυτών και με αιχμή του δόρατος τον γερμανικό-γαλλικό άξονα, η ΕΟΚ συνέχισε τη διεύρυνσή της, καθώς το 1973 προσχώρησαν νέα μέλη όπως η Βρετανία, η Ιρλανδία και η Δανία. Ιδιαίτερης σημασίας υπήρξε η είσοδος της Μεγάλης Βρετανίας, καθότι αποδυναμώθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση Ελεύθερου  (EFTA), οργάνωση ανταγωνιστική σε σχέση με την ΕΟΚ, δημιούργημα του Λονδίνου. Στη συνέχεια και αρχής γενομένης με την είσοδο της Ελλάδας το 1981, στην  ΕΟΚ προσχώρησαν το 1986 η Ισπανία και η Πορτογαλία και το 1995 η Αυστρία, η Σουηδία και η Φιλανδία, κράτη της πρώην ΕFTA. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ακολούθησε κατά διαστήματα «η διεύρυνση προς Ανατολάς» με την είσοδο επτά πρώην ανατολικών χωρών (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Τσεχία, Σλοβακία και Ουγγαρία)  για  τους να προστεθούν η Σλοβενία, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας, και στη συνέχεια η  Μάλτα και η Κύπρος, το 2007 η Βουλγαρία και η Ρουμανία και τέλος η Κροατία το 2013. Τα είκοσι επτά αυτά κράτη συνθέτουν σήμερα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η «διεύρυνση προς Ανατολάς» προωθήθηκε κυρίως από τη Γερμανία  με κριτήριο την επέκταση των εξαγωγών της σε τεχνολογίες και γενικά βιομηχανικά προϊόντα στις χώρες του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου, εξοπλισμός απαραίτητος για την αναδιοργάνωση των δομών παραγωγής, προκειμένου να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις της ελεύθερης αγοράς υπό συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού[13].
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δοκιμάστηκε ξανά από στρεβλώσεις της παγκόσμιας οικονομίας.  Η Ευρωπαϊκή Ένωση Συναλλαγματικής Ισοτιμίας απειλήθηκε με κατάρρευση λόγω των νέων νομισματικών αναστατώσεων. Κι ενώ οι συνέπειες της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 οδήγησε την ευρωπαϊκή οικονομία σε στασιμότητα, με τη δεύτερη κατά σειρά κρίση πετρελαίου του 1979 η στασιμότητα εξελίχθηκε σε βαθιά ύφεση. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που προκάλεσε η ύφεση, ο γερμανο-γαλλικός άξονας  πρότεινε την εισαγωγή ενός κοινού λογιστικού νομίσματος, την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ECU), ένα είδος κοινού λογιστικού νομίσματος, απέναντι στο οποίο τα νομίσματα των χωρών-μελών θα μπορούσαν να διακυμαίνονται κατά 2,25% προς τα πάνω και προς τα κάτω. Η πρόταση εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Έτσι γεννήθηκε το «Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα», το οποίο και τέθηκε σε ισχύ από το 1979. Καθώς η δυτικογερμανική οικονομία κυριαρχούσε, τόσο νομισματικά όσο και οικονομικο-πολιτικά στην ΕΟΚ,το γερμανικό μάρκο αναδείχθηκε τελικά σε βασικό νόμισμα, που όριζε σε σημαντικό βαθμός τις συναλλαγματικές σχέσεις μεταξύ των χωρών-μελών της Κοινότητας. Η γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Bundesbank) διαδραμάτιζε έκτοτε κυρίαρχο ρόλο στα οικονομικά και χρηματιστικά τεκταινόμενα της ΕΟΚ, επιβάλλοντας στις κεντρικές τράπεζες τη δική της πολιτική των υψηλών επιτοκίων και του περιορισμού του όγκου του χρήματος. Έτσι, οι δυνατότητες των άλλων χωρών-μελών της ΕΟΚ, να αντιμετωπίσουν το γερμανικό εξαγωγικό ντάμπινγκ τιμών μέσω της υποτίμησης των νομισμάτων τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες. Η επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας εκδηλώθηκε στα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, η εξισορρόπηση των οποίων ήταν εφικτή μόνον με την κινητοποίηση εργαλείων εσωτερικής οικονομίας, όπως οι μειώσεις μισθών, η ελαστικοποίηση ων εργασιακών σχέσεων, η περικοπή των κοινωνικών δαπανών και η αναγκαστική φορολόγηση των χαμηλών εισοδημάτων, με στόχο την σταθεροποίηση των δημοσίων εξόδων[14].

4. Το Ευρώ και η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη

Αποφασιστικής σημασίας γεγονός για την γερμανική επικυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) ήταν η επανένωση των δυο Γερμανιών,  μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1989 και τη διάλυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (DDR). Αξίζει να σημειωθεί πως το θέμα της ενιαίας Γερμανίας απασχόλησε  τις νικήτριες δυνάμεις ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Σε διπλωματικό έγγραφο,  από τον Απρίλη του 1952, γνωστό στους διπλωματικούς κύκλους της Δύσης υποτιμητικά και ως «Διακοίνωση του Στάλιν», η Σοβιετική Ένωση πρότεινε την δημιουργία μιας ενιαίας αποστρατικοποιημένης ουδέτερης Γερμανίας καθώς και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, πρόταση η οποία δεν έγινε αποδεκτή από τους δυτικούς συμμάχους αλλά και δεν ενθουσίασε τον τότε ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Walter Ulbricht[15]. Η «Συνθήκη- Δύο- συν- Τέσσερις» επισφράγισε την επανένωση της Γερμανίας, οι γαλλικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ ωστόσο δέχθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη  Επανένωσης της Γερμανίας μόνον υπό το όρο μιας περαιτέρω εμβάθυνσης των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Με επιφυλάξεις αντιμετώπισαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Μεγάλη Βρετανία την επικείμενη επανένωση της Γερμανίας, επισημαίνοντας, κυρίως η δεύτερη, τον κίνδυνο αναβίωσης του γερμανικού επεκτατισμού. Δικλείδα ασφαλείας για την αντιμετώπιση των όποιων ρεβανζιστικών προθέσεων της ενωμένης πλέον Γερμανίας στο μέλλον, θεωρήθηκε η πλήρης ενσωμάτωσή της  στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μια και η πανίσχυρη γερμανική οικονομία αποτελεί ντέ φάκτο την ατμομηχανή της Ε.Ε.. Η Γερμανία δέχθηκε να θυσιάσει το ισχυρό της νόμισμα, το μάρκο, και να δεχθεί, πάντα βέβαια με το αζημίωτο, τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος με κοινό νόμισμα το Ευρώ, στην αρχή ως λογιστικό χρήμα και από το 2002 ως μοναδικό νόμισμα καθώς και την ίδρυση Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Europäische Zentralbank), κατ’ εικόνα και ομοίωση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ( Deutsche Bundesbank), η οποία και συνέχισε να εφαρμόζει αυστηρές πολιτικές ελέγχου των τιμών και περιορισμών στην κυκλοφορία του χρήματος, ενίσχυσε δηλαδή το καθεστώς σκληρής νομισματικής πολιτικής, το οποίο και εξασφάλιζε υπέρ το δέον σημαντικά πλεονεκτήματα στις ανταγωνιστικά ισχυρές εθνικές οικονομίες του κεντρικού ευρωπαϊκού πυρήνα, σε βάρος των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Μετά από μια περίοδο συναινετικής πολιτικής με πρωταγωνιστές το Γάλλο πρόεδρο Fransois Mitterand και το Γερμανό καγκελάριο Helmut Kohl, η Ε.Ε. φάνταζε να ξεπερνά τις βρεφικές της αδυναμίες και να προχωρεί ακάθεκτη. Το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης με τη Γερμανία ως ισότιμο μέλος και όχι υπό τη Γρμανία δεν άφηνε ασυγκίνητους τους Ευρωπαίους πολίτες. Όμως, κάτω από την πίεση της παγκοσμιοποίησης και στο όνομα του νεοφιλελεύθεροι οικονομικο-πολιτικού δόγματος, αντί να προωθηθεί  και να υλοποιηθεί πρώτα ο στόχος της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική σύγκλιση των λαών, η Ε.Ε. μετεξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτο Ελντοράντο του χρηματιστικού κεφαλαίου, πάντα υπό τη σκιά των ΗΠΑ, οι οποίες, υπογείως αλλά φανερά, υπέσκαπταν και συνεχίζουν να υποσκάπτουν τις όποιες προοπτικές μετεξέλιξης τη Ε.Ε. σε πολιτική οντότητα ελεύθερων λαών και πολιτών, εκμεταλλευόμενες τις εσωτερικές αντιθέσεις  μεταξύ των χωρών-μελών της Ένωσης, με «Δούρειο Ίππο» τη Μεγάλη Βρετανία.
Η κρίση που ξέσπασε το Σεπτέμβριο του 2008 με την κατάρρευση των τραπεζών, άλλαξε άρδην τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα και στην Ε.Ε.. Η εμφάνιση των αναδυόμενων οικονομιών της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας, το τεράστιο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ αλλά και της Ιαπωνίας, τα ελλείμματα κλπ. οδήγησαν αναγκαστικά στο ανακάτωμα της εξουσιαστικής τράπουλας και στον επαναπροσδιορισμό των γεωοικονομικών και γεωστρατηγικών σχέσεων σε παγκόσμια κλίμακα. Σημειωτέον ότι η οικονομική σταθερότητα των ΗΠΑ εξαρτάται πλέον σε σημαντικό βαθμό από  τη στάση που θα τηρήσει στο μέλλον η Κίνα, καθότι η χώρα αυτή διαθέτει κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ αξίας 1,3 τρις δολαρίων !
Η Γερμανία, εκμεταλλευόμενη τις επιπτώσεις της κρίσης και επικαλούμενη βεβαίως το Σύμφωνο σταθερότητας του Μάαστριχ και την ανάγκη προώθησης των μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης, εφαρμόζει έκτοτε ένα είδος οικονομικού ολοκληρωτισμού, σε βάρος κυρίως των αδύναμων χωρών-μελών της  ευρωπαϊκής περιφέρειας.
Σε τι όμως οφείλεται η ηγεμονική θέση της Γερμανίας στην Ε.Ε. ? Με την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, του Ευρώ, οι γερμανικές ελίτ εξουσίας δεν άφησαν να χαθεί χρόνος και ρίχθηκαν και πάλι με πάθος στην προώθηση των δικών τους συμφερόντων. Κι ενώ τα ηγετικά στελέχη των βιομηχανιών-κλειδιά επικέντρωναν το ενδιαφέρον τους στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας με τη βοήθεια  εκτεταμένων τεχνολογικών καινοτομιών, η κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων εγκαινίαζε την αποκαλούμενη «Ατζέντα 2010», ένα χωρίς προηγούμενο πρόγραμμα ενίσχυσης της γερμανικής ανταγωνιστικότητας στην εσωτερική ευρωπαϊκή αγορά. Πρόκειται για μοναδική περίπτωση κοινωνικού προγράμματος με στόχο την απορρύθμιση των αγορών εργασίας, τη δημιουργία ενός τομέα χαμηλά αμειβόμενων εργαζόμενων και την αποδόμηση  των κοινωνικών παροχών στο σύστημα υγείας και  κοινωνικής ασφάλισης, μέτρα που οδήγησαν σημαντικό μέρος του γερμανικού λαού στη φτώχεια, στην έλλειψη κατοικίας και σε συνδυασμό με το πρόγραμμα  Hartz IV“, ένα είδος κοινωνικής ασφάλισης της τάξης των 372 Ευρώ το μήνα για τους άγαμους συν κοινωνική κατοικία, προκειμένου να εξαναγκάσουν τους άνεργους να δεχτούν θέσεις  εργασίας άσχετες με τις επαγγελματικές τους ικανότητες υπό υποβαθμισμένες  συνθήκες εργασίας και χαμηλούς μισθούς και μεροκάματα. Με άλλα λόγια, το κεϋνσιανό σύστημα της πλήρους απασχόλησης που ίσχυσε μεταπολεμικά για δύο τουλάχιστον δεκαετίες, αντικαταστάθηκε τελικά από τη κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών και Πρασίνων από το πρότυπο της υποαπασχόλησης. Οι τεχνοκράτες του γερμανικού νεομερκαντιλισμού πέτυχαν με τον τρόπο αυτό να περιορίσουν αισθητά τις επιπτώσεις της δομικής ανεργίας, εφαρμόζοντας συστήματα χαμηλόμισθης υποαπασχόλησης, στρατηγική που επισφράγισε τελικά το γερμανικό προβάδισμα στον ανταγωνισμό . Κι ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας στη Γερμανία ήταν κατά 35% μεγαλύτερη από ό,τι ο μέσος όρος στην Ευρώπη, τα εισοδήματα από μισθωτή εργασία παρέμειναν κατά 50% χαμηλότερα, εξέλιξη που είχα ως αποτέλεσμα να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ πλουσίων και φτωχών [16]. Η αυστηρή μισθολογική πολιτική σε βάρος των αδύναμων οικονομικά τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων ενίσχυσε το εξαγωγικό μένος της γερμανικής οικονομίας και μαζί με αυτό την πρωτοκαθεδρία της στην Ε.Ε., τη στιγμή που οι  κυβερνήσεις των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κυρίως της νότιας Ευρώπης, επέλεγαν τη στημένη ευημερία με δανεικά, πολιτική που οδήγησε στην υπερχρέωση του κράτους και τελικά στην κατάρρευση των οικονομιών τους μαζί και της τεχνητής ευημερίας. «Η ακαμψία των γερμανικών ελίτ-αναφέρει σε άρθρο του ο Π. Παπακωνσταντίνου-, ανεξαρτήτως ιδεολογικής απόχρωσης, θα πρέπει να ήταν αναμενόμενη. Γιατί να αλλάξουν πορεία όταν οι ίδιες κερδίζουν από την κρίση των άλλων ; Αυτήν την στιγμή η Μέρκελ κάθεται πάνω σε ένα βουνό σκληρού συναλλάγματος, με το πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης να φτάνει τα 8,5 δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, η Γερμανία αποκόμισε από την κρίση της Ευρωζώνης 41 δισ. ευρώ λόγω της πτώσης των επιτοκίων δανεισμού, ενώ δεν χρειάστηκε να πληρώσει για τη διαχείριση αυτής της κρίσης παρά μόνο 0,6 δις»[17].

5. Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Στο πλαίσιο της μεταπολεμικής  Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς (1944) ήταν η πολιτική εκείνη που με τις επεμβάσεις της ρύθμιζε ως ένα βέβαια βαθμό την πορεία της οικονομίας, σήμερα είναι οι οικονομικοί κύκλοι και πιο συγκεκριμένα το χρηματοπιστωτικό σύστημα που επιβάλλει τους δικούς του όρους. Μετατρέποντας τις κυβερνήσεις των καπιταλιστικών χωρών σε κομπάρσους του συστήματος. Αποκαλυπτική από πολιτική άποψη είναι η κατάσταση που επικρατεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα στις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες, ανίκανες να αντιδράσουν στις επιθέσεις του κερδοσκοπικού κεφαλαίου, προσπαθούν με τη λήψη μέτρων εμβαλωματικού χαρακτήρα να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η υποβάθμιση των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. (Επιτροπή, Κοινοβούλιο κλπ.), η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνία και συνεννόησης μεταξύ των εταίρων και η άρνηση των κυβερνήσεων να προτείνουν βιώσιμες λύσεις στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, επιβεβαιώνει του «λόγου το ασφαλές» ότι δηλαδή τα αίτια της οικονομικής κρίσης θα πρέπει να αναζητηθούν στα δομικά προβλήματα του όψιμου καπιταλισμού, η αντιμετώπιση των οποίων, μακροπρόθεσμα, απαιτεί ριζικές αλλαγές, έξω από τη συστημική λογική που κανοναρχούν οι θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, οι εξουσιαστικές ελίτ και τα τηλεκατευθυνόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Δεδομένου του διαγραφόμενου αβέβαιου μέλλοντος της παγκόσμιας οικονομίας, τίθεται το ερώτημα, «τι μέλει γενέσθαι», προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα που ταλανίζουν τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων της εργασίας  που δεν είχαν την τύχη να ανήκουν στους «έχοντες και κατέχοντες» αυτού του κόσμου[18]. Στο δημόσιο διάλογο σχετικά με την αντιμετώπιση της της οικονομικής και όχι μόνον κρίσης, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, διαμορφώνονται δύο βασικά θεωρητικές τάσεις. Γνωστοί και μη εξαιρετέοι οικονομολόγοι πριμοδοτούν  στρατηγικές και προτείνουν λύσεις εντός της λογικής του συστήματος, με αφετηρία το νεοκεϋνσιανό πρότυπο ανάπτυξης (παρεμβατικό κράτος, αλλαγή του φορολογικού συστήματος, τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες, ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας στο χώρο της πραγματικής οικονομίας κλπ.), άλλοι πάλι αναρωτούνται, αν και σε ποιο βαθμό τα προτεινόμενα μέτρα ανάκαμψης θα μπορούσαν να συμβάλουν αποτελεσματικά στην αναχαίτιση της κρίσης, δεδομένου ότι ο τρόπος λειτουργίας του οικονομικού συστήματος δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιου είδους πειραματισμούς.
Σε ό,τι αφορά την Ευρωπαϊκή Ένωση, πολλοί πιστεύουν πως η επικράτηση των λεγόμενων προοδευτικών δυνάμεων στην πολιτική σκηνή, θα άνοιγε το δρόμο για εναλλακτικές μορφές πολιτικής διακυβέρνησης, υλοποιώντας αναπτυξιακά προγράμματα προκειμένου να περιοριστεί η ασυδοσία του χρηματοπιστωτικού συστήματος που μέσω των Αγορών, των Οίκων Αξιολόγησης και των κερδοσκόπων λυμαίνεται τον ιδρώτα των λαών  και να ενισχυθεί  η πραγματική οικονομία. Αυτό, βέβαια, σημαίνει ριζική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας του συστήματος με στόχο τη δικαιότερη κατανομή του κοινωνικού πλούτου και με μοχλό την αποκατάσταση της ισορροπίας στις εργασιακές  σχέσεις που έχουν βαθειά κλονιστεί καθώς και στη λήψη μέτρων κοινωνικής πολιτικής για την ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών εργασίας και  διαβίωσης των εισοδηματικά ασθενέστερων τάξεων και κοινωνικών στρωμάτων. Οι πρακτικές όμως μιας τέτοιας μεταλλαγής του συστήματος που θα σηματοδοτούσε, μεταξύ άλλων, και την ανανέωσή του, σκοντάφτουν στο γεγονός ότι τα παραδοσιακά εργαλεία αντιμετώπισης των κρίσεων δεν αποδίδουν πλέον.
Υπάρχει και η επιλογή, τουλάχιστον υπό τη μορφή πιθανού σεναρίου, της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος και της εγκαθίδρυσης ενός εναλλακτικού συστήματος ελευθερίας, δικαιοσύνης και κοινωνικής ισότητας στη βάση των αρχών της άμεσης δημοκρατίας, μια και ο άναρχος τρόπος παραγωγής και κατανάλωσης απειλεί με κατάρρευση του οικολογικού συστήματος που πλανήτη μας που έχει να θρέψει 7,5 δισ. ανθρώπους, από τα οποία κοντά 4 δισ. ζουν εξαθλιωμένες κάτω από συνθήκες σχετικής , μέχρι και απόλυτης φτώχειας[19]. Όμως η προοπτική της ανατροπής του συστήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ιστορικού υποκειμένου, ικανού να αμφισβητήσει, θεωρητικά και πρακτικά, το ισχύον σύστημα, κάτι που, βραχυπρόθεσμα, δεν φαίνεται να συγκροτείται, καθώς οι κατασταλτικού μηχανισμοί των κρατών αλλά και οι διάφορες μορφές «συμβολικής βίας» (Pierre Bourdieu), όπως η αποβλακωτική επίδραση των ΜΜΕ γενικά και της τηλεόρασης ειδικότερα και οι διάφορες «ήπιες» ιδεολογίες (ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός, το τεχνοκρατικό πνεύμα κλπ.), οι οποίες και αποδεικνύονται ιδιαίτερα αποτελεσματικές ως μέσα χειραγώγησης των μαζών, λειτουργούν ενσωματωτικά, εμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση συλλογικής συνείδησης, εκ «των ων ουκ άνευ» για να υπάρξει υπερεθνικό μαζικό κίνημα αμφισβήτησης του καπιταλιστικού συστήματος και μάλιστα σε μια εποχή που ο μύθος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσε με πάταγο, ενώ χώρες όπως π.χ. η δήθεν κομμουνιστική Κίνα έχουν επιβάλλει στο εσωτερικό τους καθεστώς σκληρής εκμετάλλευσης των μαζών. Όποιος, ωστόσο,  πιστεύει ακόμη ότι υπάρχει δυνατότητα αμφισβήτησης του συστήματος σε εθνικό επίπεδο, κινείται μάλλον εκτός κλίματος, καθώς αδυνατεί να κατανοήσει τα οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, τεχνολογικά και πολιτιστικά δεδομένα της εποχής μας που διαμορφώνουν ιδεολογικά αλλά και πρακτικά τις συνθήκες σύγκρουσης με το σύστημα.
Από θεωρητική άποψη έχουν διατυπωθεί διάφορες γνώμες σχετικά με τη συγκρότηση και τη σύνθεση ενός νέου ιστορικού υποκειμένου. Αναφέρομε ενδεικτικά την έννοια του «πλήθους»[20], του «πολυσύμπαντος» (Multiversum)[21] καθώς και τους προβληματισμούς του Pierre Bourdieu για ένα νέο ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα[22].  Οι εξελίξεις διεθνώς αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο ειδικότερα διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο συμμαχιών, συγκρότησης και ενεργοποίησης του ιστορικού υποκειμένου, το οποίο θα κληθεί να αναστρέψει την πορεία προς το γκρεμό της Ε.Ε.. Η παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά, ανήμπορη να ανταποκριθεί στις θεωρητικές και οργανωτικές ανάγκες της εποχής μας, έχει απολέσει προ πολλού τον πρωτοποριακό της ρόλο και σέρνεται πίσω από τις εξελίξεις. Όπως πολύ σωστά έχει επισημανθεί, η υλοποίηση ενός προγράμματος κοινωνικής απελευθέρωσης απαιτεί πλατειές συμμαχίες : «Όλες οι σημαντικές νίκες της Αριστεράς υπήρξαν αποτέλεσμα συμμαχίας με σημαντικά τμήματα των μεσαίων τάξεων, τα συμφέροντα των οποίων συναρθρώθηκαν με τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, μα τέτοια συμμαχία είναι ζωτικής σημασίας για τη διαμόρφωση ενός ριζοσπαστικού σχεδίου. Για την επίτευξη, όμως, της συμμαχίας αυτής δεν αρκεί να καταλάβει κανείς το μεσαίο χώρο και να επιδιώξει ένα συμβιβασμό μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και των ομάδων που καταπιέζει»[23]. Στο προσκήνιο εμφανίζονται κοινωνικές κατηγορίες «που δεν είναι, ως τέτοιες, συνδεδεμένες με την παραγωγή ή προσδιορισμένες από την οικονομική τους κατάσταση»,οι δε αγώνες τους δεν είναι απλά αγώνες εναντίον της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής οργάνωσης αλλά «εναντίον της αλλοτρίωσης των ανθρώπων, όποια κι αν είναι η κοινωνική μορφή της»[24].
Για τον λαό, συγκεκριμένα, όποιες κι αν είναι οι εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο εγγύς μέλλον, η μοίρα του είναι στενά συνδεδεμένη καταρχήν με αυτή των άλλων λαών της Ευρώπης. Αν υπάρξει, η όποια κοινωνική αλλαγή, αυτή θα είναι το αποτέλεσμα της ωρίμανσης των συνθηκών αμφισβήτησης του υφιστάμενου συστήματος διαχείρισης της κρίσης τουλάχιστον σε πανευρωπαϊκή αν όχι σε παγκόσμια κλίμακα.
Το μέλλον της Ελλάδας είναι στενά συνδεδεμένο με ο μέλλον της Ε.Ε., γι’ αυτό και είναι απαραίτητος ο συντονισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών για την αντιμετώπιση της κρίσης. Δυστυχώς, η Ε.Ε. δεν κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, έτσι, με την εμφάνιση της κρίσης το αργότερο το 2008, η Ελλάδα βρέθηκε κυριολεκτικά στο μάτι του κυκλώνα των χωρών του ευρωπαϊκού πυρήνα με αιχμή του δόρατος την παθιασμένη με το δόγμα της δημοσιονομικής σταθερότητας  και της λιτότητας γερμανική κυβέρνηση. Δυστυχώς, ένα μέρος των γερμανικών ΜΜΕ, καθοδηγούμενα από οικονομικά και εξουσιαστικά συμφέροντα εντός της χώρας, εξαπέλυσαν μια άνευ προηγουμένου δυσφημιστική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, καταγγέλλοντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, συλλήβδην τον ελληνικό λαό ως τον κατεξοχήν υπαίτιο για την οικονομική κρίση που βιώνει, εδώ και πέντε χρόνια η χώρας μας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα πρέπει να δοθεί συγχωροχάρτι στο αποτυχημένο ελληνικό πολιτικό σύστημα που ευθύνεται πρωτίστως για τα δομικά προβλήματα, τη διαφθορά και την ατιμωρησία των ενόχων που επί δεκαετίες, σε αγαστή συνεργασία με το σύστημα, παρασιτούν σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας.
Την επιθετικότητα της γερμανικής κυβέρνησης και τη δυσφήμιση της χώρας μας από ορισμένα γερμανικά ΜΜΕ (εφημερίδα «Bildzeitung», περιοδικό Focus κλπ.) χρησιμοποίησαν ως άλλοθι και οι ασκούντες την εξουσία στην Ελλάδα, προκειμένου να χειραγωγήσουν με απροκάλυπτο τρόπο την ελληνική κοινωνία, καλλιεργώντας με τη σειρά τους, μέσα από τις εμφανίσεις τους στα τηλεοπτικά κανάλια το αντιγερμανικό μένος, πιστεύοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα διασκεδάσουν τις ευθύνες τους για τις αποτυχημένες πολιτικές τους.
Εν κατακλείδι, η αντιπαράθεση μεταξύ των λαών δεν βοηθάει  σε καμιά περίπτωση τους ίδιους τους λαούς, εντείνει το χάσμα μεταξύ τους και διαμορφώνει τις συνθήκες για την επικράτηση αντιδημοκρατικών ολοκληρωτικών καθεστώτων, τα οποία, όπως διδάσκει η ίδια η ιστορία, δεν εξυπηρετούντα συμφέροντα των ανθρώπων της εργασίας αλλά του οικονομικού και πολιτικού κατεστημένου. Είναι καιρός πλέον, οι λαοί της Ευρώπης, μαζί κι εμείς οι Έλληνες, να σκεφτούμε ξανά το μέλλον μας και να δράσουμε αντιστοίχως, μακριά  από προκαταλήψεις, εθνικισμούς και ανέξοδους λεονταρισμούς.



[1] Ο Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου είναι ομότιμος καθηγητής Γενικής και Πολιτικής Κοινωνιολογίας του Τμήματος Νομικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
[2] Bλ. «Ευρωπαϊκή Ένωση και Γερμανία», στο: Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, Στον αστερισμό της αβεβαιότητας, εκδ. Θερμαϊκός, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 173.
[3] Karl Heinz Roth, Griechenland und die Krise : Was tun ?  Eine Flugschrift, VSA –Verlag, Hamburg 2012, σελ. 80 κ.ε.  Βλ. επίσης την ελληνική μετάφραση «Η Ελλάδα και η κρίση. Τι έγινε και τι μπορεί να γίνει, μετάφραση Δημήτρη Λάμπου, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 107 κ.ε..
[4] Στο ίδιο.
[5] Βλ. Σχετικά Christopf Buchheim, «Das Londoner Schuldenabkommen( «Το Σύμφωνο του Λονδίνου για τα χρέη»), στο : Ludolf Herbst (Hrsg.), Westdeutschland 1945-1955. Unterwerfung, Kontrolle, Integration («Δυτική Γερμανία 1945-1955. Ήττα, έλεγχος, ενσωμάτωση»), München 1986, σελ. 219-229,
καθώς και Ursula Rombeck-Jaschinski, Das Londoner Schuldenabkommen. Die Regelung der deutschen , Auslandsschulden nach dem Zweiten  Weltkrieg (Το Σύμφωνο του Λονδίνου για τα χρέη. Η ρύθμιση του εξωτερικού χρέους της Γερμανίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο»), München 2005.
[7] Βλ. Albrecht Ritschl, „ Deutschland ist der größte Schuldensünder des 20. Jahrhunderts“ («Η Γερμανία, είναι ο μεγαλύτερος χρεοφειλέτης του 20. αιώνα»), Spiegel Online, 21 Juni 2011, του ίδιου: „Athen auf dem Wege zur Weimarer Verhältnissen“, Albrecht Ritschl im Gespräch mit Karin Heise“  Deutschlandradio, Kultur 14 Juni 2011 ( „Η Αθήνα στο δρόμο προς συνθήκες Δημοκρατίας της Βαϊμάρης»,Συνέντευξη στο Γερμανικό Ραδιόφωνο (Deutschlandradio), 14 Ιουνίου 2011.
[8] Βλ. Διεξοδικότερα το ιδιαίτερα εμπεριστατωμένο αλλά και αποκαλυπτικό άρθρο του Karl Heinz Roth, „Kahlfraß. Nicht nur ein paar niedergebrannten Ortschaften“. Die Zerstörung der griechiscjen Volkswirtschaft während der deutschen Besatzung 1941-1944“ ( Κρανίου τόπος, δεν είναι μόνον «μερικά πυρπολημένα χωριά». Η καταστροφή της ελληνικής οικονομίας κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής 1941-1944») καθώς και „Die offene Reparationsfrage. Profiteure des Raubzuges müssen zahlen“ ( «Το ανοικτό Ζήτημα των αποζημιώσεων. Οι κερδισμένοι της ληστρικής επιδρομής θα πρέπει να πληρώσουν»), στο : Lunapark 21. Zeitschrift zur Kritik der globalen Ökonomie, Heft 15,
[9] Βλ. Winfried Wolf, „Wie kam der Euro nach Griechenland ? Verdrängte die Angst vor Entschädigungen für NS-Opfer die Angst vor einem Euro-Debakel ? „ ( Πώς έφτασε το Ευρώ στην Ελλάδα? : Παραμέρισε ο φόβος των αποζημιώσεων για τα θύματα  του Εθνικοσοσιαλισμού το φόβο μπροστά  σε μια πιθανή κατάρρευση του Ευρώ?»), στο: Lunapark 21, Zeitschrift zur Kritik  der globalen Ökonomie, Heft 15,  Herbst 2011, σελ. 38-41.
[10] Βλ. σχετικά Karl Heinz Roth/Zissis Papadimitriou, Die Katastrophe verhindern. Manifest für ein egalitäres Europa, Nautilus Verlag, Hamburg 201, σελ. 20 κ.ε..
[11] Βλ. Zissis Papadimitriou, “From Fordist Full Emplyment to Post-Fordist selective Use of Labor Power : The Degradation of the Welfare State and Trade Unions”(«Από τη μαζική απασχόληση στην επιλεκτική χρήση της εργατικής δύναμης : Η υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους και τα Συνδικάτα»), στο : The Keizai Gaku, Annual Report of the Economic Society, Tohoku University, Nos. 189.190, March 1993, Vol. 54, Nos. 3.4, σελ. 98.
[12] Σχετικά με την κατάργηση της μεταπολεμικής Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς και την μετακίνηση της επενδυτικής δραστηριότητας από την πραγματική οικονομία στο χρηματοπιστωτικό τομέα, βλ. Ζήσης Δ. Παπαδημητρίου, «Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας : Αποτελέσματα και προοπτικές», στο:  του ίδιου, Μεταμοντέρνα Αδιέξοδα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 40-46.
[13] Βλ. Karl Heinz Roth/Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 22 κ.ε..
[14] Στο ίδιο, σελ. 24 κ.ε..
[15] Βλ. σχετικά Willy Brandt, Erinnerungen, Ulstein Verlag GmbH Berlin, Frankfurt am Main 1989, σελ. 163.
[16] Βλ. Karl Heinz Roth/Zissis Papadimitriou, ό.π., σελ. 29.
[17] Βλ. άρθρο Πέτρου Παπακωνσταντίνου, «Οι Γερμανοί κοιμούνται, οι Έλληνες ονειρεύονται», .Η Καθημερινή, 30 Αυγούστου 2013, σελ. 11.
[18] Σχετικά με την κατανομή του κοινωνικού πλούτου παγκόσμια, βλ.Νόαμ Τσόμσκι, Οι έχοντες και οι μη κατέχοντες, μεταφραση Άγγελου Φιλιππάτου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1999 και Ζαν Ζιγκλέρ, Η ιδιωτικοποίηση του κόσμου και οι νέοι κοσμοκράτορες (μετάφραση Ευαγγέλου Δ. Νιάνιου), εκδ. Σύγχρονοι Ορίζοντες, Θεσσαλονίκη 2002.
[19] Στο ίδιο.
[20] Βλ. Michael Hard/ Antonio Negri, Η αυτοκρατορία (μετάφραση Νεκτάριου Καλαϊντζή), εκδ. SCRIPTA, Αθήνα  2002, σελ. 519 κ.ε,
[21] Βλ. Karl Heinz Roth, Das Multiversum, VSA ; Verlag Hamburg, Hamburg 2911, ιδιαίτερα το δεύτερο και το τρίτο μέρος της μελέτης.
[22] Βλ. Pierre Bourdieu, Για ένα ευρωπαϊκό κοινωνικό κίνημα. Αντεπίθεση πυρών ΙΙ  ( μετάφραση Καίτη Διαμαντάκου),  εκδ. Παπτάκη, Αθήνα 2001.
[23] Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο (μετάφραση Αλεξάνδρου Κιουπκιόλη), εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004, σελ. 209.
[24] Κορνήλιος Καστοριάδης, Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2000, σελ. 99.