Αναδημοσιεύουμε αυτό το άρθρο της Πάο Γου Τσίνγκ, από την ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΣΗΜΑΙΑ, γιατί είναι αποκαλυπτικό για τη ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ και τα όσα συμβαίνουν στην Κίνα του κρατικοκαπιταλισμού, σημειώνοντας πως αν ξεχωρίσουμε την προσπάθεια του Μάο Τσε Τούνγκ για τις Αγροτικές Λαϊκές Κομμούνες, που ήταν και η μόνη σοσιαλιστική δομή, τις οποίες το ΚΚΚ ποτέ δεν τις ήθελε, τότε δεν πέφτουμε από τα σύνεφα για την πορεία του κρατικοκαπιταλισμού.
Γιά την Πρωτοβουλία Διαλόγου για Άμεση Δημοκρατία και Ουμανσιμό
Κώστας Λάμπος
.
Τριάντα χρόνια
καπιταλιστικών αλλαγών στην Κίνα*
της Πάο Γου Τσινγκ
Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε που ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ ξεκίνησε την καπιταλιστική του μεταρρύθμιση, κι αυτές είναι κάποιες από τις φωνές του κινέζικου λαού. Οι απλοί Κινέζοι ρωτούν: «Τι καλό έφερε η μεταρρύθμιση στην περίθαλψη; Τώρα δεν έχουμε να πληρώσουμε για να πάμε σε γιατρό». Και: «Τι καλό έφερε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση; Τώρα πια δεν έχουμε να πληρώσουμε για να στείλουμε τα παιδιά μας στο σχολείο».
Δεκάδες εκατομμύρια εργάτες που απολύθηκαν από τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις λένε: «Πήρατε τα εργοστάσια που χτίσαμε με το αίμα και τον ιδρώτα μας και τα πουλήσατε στους νέο-καπιταλιστές ή σε ξένους, καταστρέφοντας τα κτίρια και τα μηχανήματα, πήρατε τη γη, σπαταλήσατε τον πλούτο της χώρας μας και δεν μας αφήσατε τίποτε για να επιβιώσουμε».
Οι αγρότες λένε: «Δουλέψαμε τόσο σκληρά για τριάντα χρόνια για να οικοδομήσουμε την σοσιαλιστική γεωργία και μέσα σε μια νύχτα βρεθήκαμε στην ίδια κατάσταση με αυτήν πριν την απελευθέρωση». Οι προοδευτικοί διανοούμενοι λένε: «Η μεταρρύθμιση ντύθηκε με σοσιαλιστικά ρούχα αλλά στην πραγματικότητα είναι καπιταλισμός του χειρότερου είδους – μετατρέποντας μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική Κίνα σε μια κοινωνία όπου υπάρχει έντονη πόλωση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και που εξαρτάται οικονομικά και πολιτικά από τις δυτικές δυνάμεις». Με εξαίρεση ίσως μια μικρή μειοψηφία, ο κινέζικος λαός συμφωνεί ότι το σημερινό καθεστώς είναι διεφθαρμένο μέχρι το μεδούλι.
Δεκάδες εκατομμύρια εργάτες που απολύθηκαν από τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις λένε: «Πήρατε τα εργοστάσια που χτίσαμε με το αίμα και τον ιδρώτα μας και τα πουλήσατε στους νέο-καπιταλιστές ή σε ξένους, καταστρέφοντας τα κτίρια και τα μηχανήματα, πήρατε τη γη, σπαταλήσατε τον πλούτο της χώρας μας και δεν μας αφήσατε τίποτε για να επιβιώσουμε».
Οι αγρότες λένε: «Δουλέψαμε τόσο σκληρά για τριάντα χρόνια για να οικοδομήσουμε την σοσιαλιστική γεωργία και μέσα σε μια νύχτα βρεθήκαμε στην ίδια κατάσταση με αυτήν πριν την απελευθέρωση». Οι προοδευτικοί διανοούμενοι λένε: «Η μεταρρύθμιση ντύθηκε με σοσιαλιστικά ρούχα αλλά στην πραγματικότητα είναι καπιταλισμός του χειρότερου είδους – μετατρέποντας μια ανεξάρτητη σοσιαλιστική Κίνα σε μια κοινωνία όπου υπάρχει έντονη πόλωση ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς και που εξαρτάται οικονομικά και πολιτικά από τις δυτικές δυνάμεις». Με εξαίρεση ίσως μια μικρή μειοψηφία, ο κινέζικος λαός συμφωνεί ότι το σημερινό καθεστώς είναι διεφθαρμένο μέχρι το μεδούλι.
Η μεταρρύθμιση κόστισε ανθρώπινες ζωές και προκάλεσε βάσανα, σπατάλησε τους πολύτιμους πόρους της Κίνας, κατέστρεψε το περιβάλλον και μετέτρεψε την Κίνα σε μια νέο-αποικία των ξένων δυνάμεων. Η Κίνα μεταμορφώθηκε από μια σοσιαλιστική χώρα που υποστήριζε τους καταπιεσμένους λαούς σε όλο τον κόσμο, σε μια χώρα που έχει συμμαχήσει με τους καταπιεστές στην Ασία, στην Λατινική Αμερική και στην Αφρική για να αποκτήσει πόρους και να επεκτείνει την οικονομική και πολιτική επιρροή της.
Από την άλλη η μεταρρύθμιση έχει διδάξει τον Κινέζικο λαό τι πραγματικά είναι ο καπιταλισμός. Τριάντα χρόνια αφότου άρχισε η καπιταλιστική μεταρρύθμιση, η πλειοψηφία των εργατών και των αγροτών δεν έχουν μόνο περάσει βάσανα αλλά συνειδητοποίησαν ότι αν συνεχιστεί αυτή η πορεία οι γιοι, οι κόρες και τα εγγόνια τους δεν θα έχουν μέλλον. Οι προοδευτικοί διανοούμενοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον το Κίνας διακυβεύεται πραγματικά. Μ’ αυτή την γνώση που βγαίνει από την ίδια τη ζωή ο κινέζικος λαός κατάλαβε τελικά τη σημασία της πάλης των δυο γραμμών και την προειδοποίηση του Μάο για την επιστροφή της αστικής τάξης.
Από την άλλη η μεταρρύθμιση έχει διδάξει τον Κινέζικο λαό τι πραγματικά είναι ο καπιταλισμός. Τριάντα χρόνια αφότου άρχισε η καπιταλιστική μεταρρύθμιση, η πλειοψηφία των εργατών και των αγροτών δεν έχουν μόνο περάσει βάσανα αλλά συνειδητοποίησαν ότι αν συνεχιστεί αυτή η πορεία οι γιοι, οι κόρες και τα εγγόνια τους δεν θα έχουν μέλλον. Οι προοδευτικοί διανοούμενοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μέλλον το Κίνας διακυβεύεται πραγματικά. Μ’ αυτή την γνώση που βγαίνει από την ίδια τη ζωή ο κινέζικος λαός κατάλαβε τελικά τη σημασία της πάλης των δυο γραμμών και την προειδοποίηση του Μάο για την επιστροφή της αστικής τάξης.
Οικονομία της Κίνας – Ανισόμετρη και μη βιώσιμη
Τριάντα χρόνια μετά την μεταρρύθμιση η οικονομία της Κίνας είναι ξεκάθαρα ανισόμετρη, καθιστώντας ανέφικτη την συνέχιση του δρόμου που ξεκίνησαν οι μεταρρυθμιστές. Η κινέζικη οικονομία είναι ανισόμετρη στη σχέση της με τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και στο εσωτερικό της χώρας. Διεθνώς η Κίνα τα τελευταία 15 χρόνια έχει διατηρήσει πολύ μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας αυξήθηκαν ραγδαία από τις αρχές του 2000 και μέχρι το περασμένο καλοκαίρι, διογκώθηκαν. Τα τελευταία τρία χρόνια – από 659 δις δολάρια, τον Μάρτη του 2005 σε 1.682 δις δολάρια τον Μάρτη του 2008 – μια αύξηση 155% γι΄ αυτήν την περίοδο των τριών χρόνων. . Με το τέλος του τρίτου τριμήνου του 2005 η
Κίνα μετατράπηκε σε εξαγωγέα κεφαλαίου.
Η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλες ασιατικές χώρες που εμφανίζουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα δανείζουν, το αμερικάνικο κράτος, για να μπορούν οι ΗΠΑ να αγοράζουν τα προϊόντα τους. Η κοινή λογική λέει ότι αυτή η πρακτική δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα. Είναι δε μεγάλη αδικία για τον κινέζικο λαό. Η Κίνα παραμένει μια φτωχή χώρα που χρειάζεται κεφάλαια για την ίδια της, την ανάπτυξη και τις άμεσες λαϊκές ανάγκες – όπως καθαρό νερό, βασική περίθαλψη και εκπαίδευση – και όχι για να εξάγει κεφάλαια. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων της Κίνας έχουν εξαχθεί και το μεγαλύτερο μέρος τους πηγαίνει στις ΗΠΑ, την πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αυξήθηκε, ώσπου έφτασε το 11% του ΑΕΠ το 2007, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνη τη χρονιά το 11% από ότι παρήγαγε η Κίνα δεν καταναλώθηκε στο εσωτερικό ούτε επενδύθηκε στην Κίνα ούτε πήγε στις κυβερνητικές δαπάνες. Η εξαγωγή του 11% του ΑΕΠ πήγε σε επιπλέον ξένες ανταλλαγές που αντιστοιχούν σε ξένα χρεόγραφα χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής που στοιβάζονται στην Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι ανισομετρίες. Η ρύθμιση των οικονομικών ανισομετριών της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο ξεκίνησε την περασμένη χρονιά όταν η άνοδος των κινεζικών εξαγωγών επιβραδύνθηκε και από πάνω από 20% ετήσια κατέβηκε στο 7%, από τον Ιούνη του 2007 μέχρι τον Ιούνη του 2008. Σύμφωνα με την έκθεση Μπάι Τσινγκ Φου το 60% της ανόδου του ΑΕΠ της Κίνας προήλθε από τις αυξήσεις των εξαγωγών. Συνεπώς οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανόδου των εξαγωγών επιβράδυναν τους ρυθμούς ανάπτυξης της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής στο χαμηλότερο σημείο μέσα σε έξι χρόνια. Το κινέζικο νόμισμα, υποτιμήθηκε 18% από τον Ιούνη του 2005, αυξάνοντας έτσι τις τιμές των κινεζικών εξαγωγών. Οι τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών που η Κίνα πρέπει να εισάγει έχουν αυξηθεί σημαντικά. Και οι δυτικές χώρες έχουν εντείνει τις προσπάθειες τους να περιορίσουν τις εισαγωγές από την Κίνα. Τελικά η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού έχει φρενάρει τη ζήτηση για εισαγωγές από την Κίνα. Ο αντίκτυπος της επιβράδυνσης της ανόδου των κινεζικών εξαγωγών ήταν σοβαρός ιδιαίτερα στις παράκτιες περιοχές όπου βρίσκονται τα περισσότερα βιομηχανικά εργοστάσια εξαγωγών. Πολλά εργοστάσια που λειτουργούσαν σαν εργολάβοι ξένων πολυεθνικών στην παραγωγή υποδημάτων, ρουχισμού, επίπλων, παιχνιδιών και ηλεκτρονικών ειδών είχαν περιορισμένα κέρδη και τώρα πια χάνουν χρήματα και αναγκάζονται να κλείσουν. Έγιναν πολλές μαζικές απολύσεις σε αυτά τα εργοστάσια.
Και η εσωτερική οικονομία της Κίνας χαρακτηρίζεται από ανισομετρία. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ τροφοδοτήθηκαν από τη μια από τη γρήγορη άνοδο στον εξαγωγικό τομέα και από την άλλη ήταν το αποτέλεσμα των υψηλών ρυθμών ανόδου των επενδύσεων – ιδιαίτερα των τεράστιων επενδύσεων σε υποδομές από μεριάς του κρατικού μηχανισμού όλων των βαθμίδων. Το μερίδιο του ΑΕΠ που προορίζεται για την εσωτερική κατανάλωση είναι εξαιρετικά χαμηλό ούτως ή άλλως. Ο Μπάι Τσινγκ Φου υπολόγισε ότι το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης για το 2003 ήταν μόνο το 41,6% του μεριδίου των επενδύσεων από το ΑΕΠ. Αυτή η ανισόμετρη κατανομή του ΑΕΠ αποτελεί έναν ακόμη τρόπο για να φανεί η εξαιρετικά άνιση κατανομή του εισοδήματος και πιο συγκεκριμένα σημαίνει ότι εκτός από μια πλούσια μειοψηφία, η πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού δεν μπορεί να απολαύσει αυτό που έχει παράξει η εργασία του λόγω των χαμηλών μισθών, της έλλειψης επιδομάτων και το χαμηλό εισόδημα από τη γεωργία. Οι ανισομετρίες της Κινέζικης οικονομίας και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό σημαίνουν ότι, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες εξελίξεις, αναμένονται ακόμη πιο σκληρές ρυθμίσεις και ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί η κατάσταση έτσι όπως είναι. Υπάρχουν πολλοί εξίσου σημαντικοί παράγοντες που συντελούν σ’ αυτό, δηλαδή τη μη βιωσιμότητα της κινεζικής καπιταλιστικής μεταρρύθμισης. Ένας από αυτούς είναι το ξεθεμέλιωμα της αγροτικής παραγωγής και ένας άλλος είναι οι φτωχοί φυσικοί πόροι (έλλειψη πρώτων υλών) και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση.
Η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλες ασιατικές χώρες που εμφανίζουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ, στην πραγματικότητα δανείζουν, το αμερικάνικο κράτος, για να μπορούν οι ΗΠΑ να αγοράζουν τα προϊόντα τους. Η κοινή λογική λέει ότι αυτή η πρακτική δεν μπορεί να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα. Είναι δε μεγάλη αδικία για τον κινέζικο λαό. Η Κίνα παραμένει μια φτωχή χώρα που χρειάζεται κεφάλαια για την ίδια της, την ανάπτυξη και τις άμεσες λαϊκές ανάγκες – όπως καθαρό νερό, βασική περίθαλψη και εκπαίδευση – και όχι για να εξάγει κεφάλαια. Ωστόσο ένα μεγάλο μέρος των κεφαλαίων της Κίνας έχουν εξαχθεί και το μεγαλύτερο μέρος τους πηγαίνει στις ΗΠΑ, την πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας αυξήθηκε, ώσπου έφτασε το 11% του ΑΕΠ το 2007, πράγμα που σημαίνει ότι εκείνη τη χρονιά το 11% από ότι παρήγαγε η Κίνα δεν καταναλώθηκε στο εσωτερικό ούτε επενδύθηκε στην Κίνα ούτε πήγε στις κυβερνητικές δαπάνες. Η εξαγωγή του 11% του ΑΕΠ πήγε σε επιπλέον ξένες ανταλλαγές που αντιστοιχούν σε ξένα χρεόγραφα χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία πληρωμής που στοιβάζονται στην Κεντρική Τράπεζα της Κίνας. Είναι προφανές ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όλες αυτές οι ανισομετρίες. Η ρύθμιση των οικονομικών ανισομετριών της Κίνας με τον υπόλοιπο κόσμο ξεκίνησε την περασμένη χρονιά όταν η άνοδος των κινεζικών εξαγωγών επιβραδύνθηκε και από πάνω από 20% ετήσια κατέβηκε στο 7%, από τον Ιούνη του 2007 μέχρι τον Ιούνη του 2008. Σύμφωνα με την έκθεση Μπάι Τσινγκ Φου το 60% της ανόδου του ΑΕΠ της Κίνας προήλθε από τις αυξήσεις των εξαγωγών. Συνεπώς οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανόδου των εξαγωγών επιβράδυναν τους ρυθμούς ανάπτυξης της κινεζικής βιομηχανικής παραγωγής στο χαμηλότερο σημείο μέσα σε έξι χρόνια. Το κινέζικο νόμισμα, υποτιμήθηκε 18% από τον Ιούνη του 2005, αυξάνοντας έτσι τις τιμές των κινεζικών εξαγωγών. Οι τιμές της ενέργειας και των πρώτων υλών που η Κίνα πρέπει να εισάγει έχουν αυξηθεί σημαντικά. Και οι δυτικές χώρες έχουν εντείνει τις προσπάθειες τους να περιορίσουν τις εισαγωγές από την Κίνα. Τελικά η παγκόσμια κρίση του καπιταλισμού έχει φρενάρει τη ζήτηση για εισαγωγές από την Κίνα. Ο αντίκτυπος της επιβράδυνσης της ανόδου των κινεζικών εξαγωγών ήταν σοβαρός ιδιαίτερα στις παράκτιες περιοχές όπου βρίσκονται τα περισσότερα βιομηχανικά εργοστάσια εξαγωγών. Πολλά εργοστάσια που λειτουργούσαν σαν εργολάβοι ξένων πολυεθνικών στην παραγωγή υποδημάτων, ρουχισμού, επίπλων, παιχνιδιών και ηλεκτρονικών ειδών είχαν περιορισμένα κέρδη και τώρα πια χάνουν χρήματα και αναγκάζονται να κλείσουν. Έγιναν πολλές μαζικές απολύσεις σε αυτά τα εργοστάσια.
Και η εσωτερική οικονομία της Κίνας χαρακτηρίζεται από ανισομετρία. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ τροφοδοτήθηκαν από τη μια από τη γρήγορη άνοδο στον εξαγωγικό τομέα και από την άλλη ήταν το αποτέλεσμα των υψηλών ρυθμών ανόδου των επενδύσεων – ιδιαίτερα των τεράστιων επενδύσεων σε υποδομές από μεριάς του κρατικού μηχανισμού όλων των βαθμίδων. Το μερίδιο του ΑΕΠ που προορίζεται για την εσωτερική κατανάλωση είναι εξαιρετικά χαμηλό ούτως ή άλλως. Ο Μπάι Τσινγκ Φου υπολόγισε ότι το μερίδιο της εσωτερικής κατανάλωσης για το 2003 ήταν μόνο το 41,6% του μεριδίου των επενδύσεων από το ΑΕΠ. Αυτή η ανισόμετρη κατανομή του ΑΕΠ αποτελεί έναν ακόμη τρόπο για να φανεί η εξαιρετικά άνιση κατανομή του εισοδήματος και πιο συγκεκριμένα σημαίνει ότι εκτός από μια πλούσια μειοψηφία, η πλειοψηφία του εργαζόμενου πληθυσμού δεν μπορεί να απολαύσει αυτό που έχει παράξει η εργασία του λόγω των χαμηλών μισθών, της έλλειψης επιδομάτων και το χαμηλό εισόδημα από τη γεωργία. Οι ανισομετρίες της Κινέζικης οικονομίας και στο εξωτερικό και στο εσωτερικό σημαίνουν ότι, όπως έχουν δείξει οι πρόσφατες εξελίξεις, αναμένονται ακόμη πιο σκληρές ρυθμίσεις και ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί η κατάσταση έτσι όπως είναι. Υπάρχουν πολλοί εξίσου σημαντικοί παράγοντες που συντελούν σ’ αυτό, δηλαδή τη μη βιωσιμότητα της κινεζικής καπιταλιστικής μεταρρύθμισης. Ένας από αυτούς είναι το ξεθεμέλιωμα της αγροτικής παραγωγής και ένας άλλος είναι οι φτωχοί φυσικοί πόροι (έλλειψη πρώτων υλών) και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση.
Τι σήμαινε για τους εργάτες και τους άλλους κατοίκους των αστικών κέντρων η Μεταρρύθμιση;
Αφού οι μεταρρυθμιστές διέλυσαν τις κομμούνες άρχισαν να αλλάζουν από τη βάση τις σχέσεις παραγωγής στον βιομηχανικό τομέα. Οι εργασιακές μεταρρυθμίσεις αποτέλεσαν αναγκαίο συστατικό αυτής της αλλαγής. Ο στόχος ήταν η κατάργηση του συστήματος της μόνιμης δουλειάς και η μετατροπή των εργαζομένων στις κρατικές επιχειρήσεις σε μισθωτούς εργάτες και της εργατικής τους δύναμης σε εμπόρευμα.
Η μεταρρύθμιση το πρώτο που προσπάθησε να αλλάξει ήταν το βασικό σύστημα μισθών των οκτώ βαθμίδων, βάζοντας μπόνους για να προτρέψουν τους εργάτες σε ανταγωνισμό. Οι εργάτες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή με το να μοιράζονται τα μπόνους ισότιμα για να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις στο κόστος της ζωής. Αντιστάθηκαν και στις προσπάθειες των Μεταρρυθμιστών να αντικαταστήσουν τους μηνιαίους μισθούς με την αμοιβή με το κομμάτι γιατί κατάλαβαν ότι ήταν μια τακτική που επιχειρούσε να τους διασπάσει. Οι εργάτες διδάχτηκαν το πώς τα υλικά κίνητρα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Στη δεκαετία του ’80 οι Μεταρρυθμιστές κατάφεραν να αλλάξουν σταδιακά την κατάσταση της μόνιμης δουλειάς εφαρμόζοντας τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου στους νέους εργαζόμενους. Η μεγάλη πίεση άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν ξεκίνησαν οι ιδιωτικοποιήσεις μεγάλης κλίμακας και η αναδιάρθρωση των πρώην κρατικών επιχειρήσεων. Και μέχρι το 1999 το ποσοστό των εργαζομένων στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβάνοντας έναν μικρό αριθμό των κολεκτίβων σε αστικά κέντρα) μειώθηκε στο 47.5%. Αυτό το μεγάλο κύμα απολύσεων και των αναγκαστικών συνταξιοδοτήσεων από κλείσιμο εργοστασίων και τις αναδιαρθρώσεις, πέταξε στο δρόμο δεκάδες εκατομμύρια εργάτες. Η πλειοψηφία αυτών των εργατών πήραν μόνο μια μικρή αποζημίωση. Πολλοί από αυτούς έχασαν τις συντάξεις τους ή παίρνουν μόνο ένα πενιχρό ποσό που μόλις και μετά βίας τους επιτρέπει να επιβιώνουν. Αυτές οι συντάξεις των 500-600 γιουάν το μήνα δεν φτάνουν για να καλύψουν και τους ίδιους τους εργάτες και τους άνεργους γιους και κόρες τους.
Οι περισσότεροι από τους απολυμένους έχασαν και δικαιώματα σε πρόνοια και περίθαλψη και με το κόστος της περίθαλψης να έχει εκτιναχτεί στα ύψη, οι περισσότεροι δεν μπορούν να πληρώσουν το κόστος οποιασδήποτε ιατρικής φροντίδας. Τα νοσοκομεία, που μετατράπηκαν σε κερδοσκοπικά ιδρύματα, χρεώνουν τεράστια ποσά για να κάνουν κατά κύριο λόγο άχρηστες εξετάσεις πριν συνταγογραφήσουν ακριβά εισαγόμενα φάρμακα, για να παίρνουν οι γιατροί μπόνους. Χωρίς ασφάλιση υγείας ή οποιαδήποτε περίθαλψη, οι άνθρωποι συχνά καθυστερούν να αναζητήσουν θεραπεία και έτσι τα μικρά προβλήματα υγείας γίνονται επείγουσες περιπτώσεις. Όταν τελικά τους τρέχουν στα νοσοκομεία τους αρνούνται κάθε παροχή υπηρεσιών αν δεν πληρώσουν προκαταβολικά τεράστια ποσά.
Η μεταρρύθμιση σε σχέση με τη στέγαση ξεκίνησε πριν το μεγάλο κύμα απολύσεων και έτσι πούλησε κάθε οικιστική μονάδα στους εργάτες, τα σπίτια, εκεί όπου ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους για δεκαετίες. Αλλά μόλις ιδιωτικοποιήθηκαν τα σπίτια, τα εργοστάσια σταμάτησαν να παρέχουν στέγη στους εργάτες όπως συνήθιζαν στη σοσιαλιστική περίοδο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 μόνο ελάχιστα πάνω από το μισό του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στον επίσημο τομέα. Σήμερα οι εργάτες είναι τυχεροί αν έχουν κανονικές δουλειές, και οι μισθοί τους είναι συχνά τόσο χαμηλοί που δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο. Το κόστος της στέγης έχει ανέβει από πενήντα έως εκατό φορές και τα ενοίκια αντίστοιχα. Οι νεότεροι εργαζόμενοι είτε συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους είτε συγκατοικούν με πολλούς άλλους σε διαμερίσματα. Αυτοί που εργάζονται έξω από τον τυπικό τομέα κάνουν όλες τις παράξενες δουλειές που μπορούν να βρουν για να επιβιώσουν και πολλοί από αυτούς ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πολλοί από αυτούς εργάζονται σαν μικροπωλητές, πουλώντας φαγητό ή άλλα φτηνά αντικείμενα στους δρόμους. Πολλοί άλλοι δουλεύουν για λίγες ώρες ή μέρες κάθε μήνα. Αυτές οι προσωρινές και ανεπίσημες δουλειές πληρώνονται κάτω από το βασικό μισθό , περίπου στα μισά. Οι πετυχημένοι μικροπωλητές μπορεί να βγάλουν περισσότερα χρήματα αλλά για να ξεκινήσουν χρειάζονται κεφάλαια και μπορεί να χρειάζεται να πληρώνουν ακριβό ενοίκιο για να έχουν ένα χώρο για να κάνουν τη δουλειά τους. Και πρέπει να υπομένουν τις παρενοχλήσεις της αστυνομίας. Για να αποφύγουν τη σύλληψη πρέπει να δίνουν ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους για να δωροδοκούν τη διεφθαρμένη αστυνομία. Ο κόσμος δεν βλέπει πια την αστυνομία σαν τους προστάτες τους αλλά μάλλον σαν καταχραστές εξουσίας που δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν την ωμή βία για καταδιώκουν τον κόσμο και να το χρεώνουν με μεγάλα πρόστιμα και να τσεπώνουν τα χρήματα. Εκτός από τους εργαζόμενους που ζούσαν και δούλευαν στις αστικές περιοχές της Κίνας, πάνω από 200 εκατομμύρια μετανάστες από την ύπαιθρο έχουν πλημμυρίσει τις πόλεις ψάχνοντας για δουλειά. Η πλειοψηφία των γυναικών μεταναστριών προσλαμβάνονται από εξαγωγικές βιομηχανίες που βρίσκονται στις παράκτιες περιοχές ή εργάζονται στον τομέα υπηρεσιών συμπεριλαμβάνοντας την οικιακή εργασία σε πλούσιες οικογένειες. Οι περισσότεροι από τους άνδρες μετανάστες εργάζονται σε οικοδομικές εταιρίες. Αυτοί οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους γιατί (όπως ειπώθηκε παραπάνω) δεν μπορούν πια να επιβιώσουν από τη σοδειά τους. Οι μετανάστες έρχονται στις πόλεις και κάνουν τις πιο δύσκολες, βρώμικες και επικίνδυνες δουλειές για να στείλουν χρήματα και να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Καθώς δεν έχουν επίσημα χαρτιά σαν κάτοικοι των αστικών κέντρων, συχνά τους κακομεταχειρίζονται οι εργοδότες τους και δεν τους πληρώνουν. Αν μεταναστεύσει μια ολόκληρη οικογένεια, τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε σχολείο στην πόλη γιατί δεν έχουν χαρτιά. Τα εργοστάσια στον εξαγωγικό τομέα παρέχουν συχνά επικίνδυνα πολυπληθείς κοιτώνες και όσοι εργάζονται στις οικοδομές συχνά αναγκάζονται να κοιμούνται σε σκηνές κοντά σε αυτές. Αυτό που αντιμετωπίζουν μέσα στη χώρα δε διαφέρει και πολύ από αυτό που αντιμετωπίζουν οι λαθρομετανάστες σε όλο τον κόσμο.
Η μεταρρύθμιση το πρώτο που προσπάθησε να αλλάξει ήταν το βασικό σύστημα μισθών των οκτώ βαθμίδων, βάζοντας μπόνους για να προτρέψουν τους εργάτες σε ανταγωνισμό. Οι εργάτες αντιστάθηκαν σ’ αυτή την αλλαγή με το να μοιράζονται τα μπόνους ισότιμα για να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις στο κόστος της ζωής. Αντιστάθηκαν και στις προσπάθειες των Μεταρρυθμιστών να αντικαταστήσουν τους μηνιαίους μισθούς με την αμοιβή με το κομμάτι γιατί κατάλαβαν ότι ήταν μια τακτική που επιχειρούσε να τους διασπάσει. Οι εργάτες διδάχτηκαν το πώς τα υλικά κίνητρα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον τους.
Στη δεκαετία του ’80 οι Μεταρρυθμιστές κατάφεραν να αλλάξουν σταδιακά την κατάσταση της μόνιμης δουλειάς εφαρμόζοντας τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου στους νέους εργαζόμενους. Η μεγάλη πίεση άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν ξεκίνησαν οι ιδιωτικοποιήσεις μεγάλης κλίμακας και η αναδιάρθρωση των πρώην κρατικών επιχειρήσεων. Και μέχρι το 1999 το ποσοστό των εργαζομένων στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις (συμπεριλαμβάνοντας έναν μικρό αριθμό των κολεκτίβων σε αστικά κέντρα) μειώθηκε στο 47.5%. Αυτό το μεγάλο κύμα απολύσεων και των αναγκαστικών συνταξιοδοτήσεων από κλείσιμο εργοστασίων και τις αναδιαρθρώσεις, πέταξε στο δρόμο δεκάδες εκατομμύρια εργάτες. Η πλειοψηφία αυτών των εργατών πήραν μόνο μια μικρή αποζημίωση. Πολλοί από αυτούς έχασαν τις συντάξεις τους ή παίρνουν μόνο ένα πενιχρό ποσό που μόλις και μετά βίας τους επιτρέπει να επιβιώνουν. Αυτές οι συντάξεις των 500-600 γιουάν το μήνα δεν φτάνουν για να καλύψουν και τους ίδιους τους εργάτες και τους άνεργους γιους και κόρες τους.
Οι περισσότεροι από τους απολυμένους έχασαν και δικαιώματα σε πρόνοια και περίθαλψη και με το κόστος της περίθαλψης να έχει εκτιναχτεί στα ύψη, οι περισσότεροι δεν μπορούν να πληρώσουν το κόστος οποιασδήποτε ιατρικής φροντίδας. Τα νοσοκομεία, που μετατράπηκαν σε κερδοσκοπικά ιδρύματα, χρεώνουν τεράστια ποσά για να κάνουν κατά κύριο λόγο άχρηστες εξετάσεις πριν συνταγογραφήσουν ακριβά εισαγόμενα φάρμακα, για να παίρνουν οι γιατροί μπόνους. Χωρίς ασφάλιση υγείας ή οποιαδήποτε περίθαλψη, οι άνθρωποι συχνά καθυστερούν να αναζητήσουν θεραπεία και έτσι τα μικρά προβλήματα υγείας γίνονται επείγουσες περιπτώσεις. Όταν τελικά τους τρέχουν στα νοσοκομεία τους αρνούνται κάθε παροχή υπηρεσιών αν δεν πληρώσουν προκαταβολικά τεράστια ποσά.
Η μεταρρύθμιση σε σχέση με τη στέγαση ξεκίνησε πριν το μεγάλο κύμα απολύσεων και έτσι πούλησε κάθε οικιστική μονάδα στους εργάτες, τα σπίτια, εκεί όπου ζούσαν οι ίδιοι και οι οικογένειες τους για δεκαετίες. Αλλά μόλις ιδιωτικοποιήθηκαν τα σπίτια, τα εργοστάσια σταμάτησαν να παρέχουν στέγη στους εργάτες όπως συνήθιζαν στη σοσιαλιστική περίοδο. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’90 μόνο ελάχιστα πάνω από το μισό του εργατικού δυναμικού εργαζόταν στον επίσημο τομέα. Σήμερα οι εργάτες είναι τυχεροί αν έχουν κανονικές δουλειές, και οι μισθοί τους είναι συχνά τόσο χαμηλοί που δεν μπορούν να πληρώσουν ενοίκιο. Το κόστος της στέγης έχει ανέβει από πενήντα έως εκατό φορές και τα ενοίκια αντίστοιχα. Οι νεότεροι εργαζόμενοι είτε συνεχίζουν να ζουν με τους γονείς τους είτε συγκατοικούν με πολλούς άλλους σε διαμερίσματα. Αυτοί που εργάζονται έξω από τον τυπικό τομέα κάνουν όλες τις παράξενες δουλειές που μπορούν να βρουν για να επιβιώσουν και πολλοί από αυτούς ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Πολλοί από αυτούς εργάζονται σαν μικροπωλητές, πουλώντας φαγητό ή άλλα φτηνά αντικείμενα στους δρόμους. Πολλοί άλλοι δουλεύουν για λίγες ώρες ή μέρες κάθε μήνα. Αυτές οι προσωρινές και ανεπίσημες δουλειές πληρώνονται κάτω από το βασικό μισθό , περίπου στα μισά. Οι πετυχημένοι μικροπωλητές μπορεί να βγάλουν περισσότερα χρήματα αλλά για να ξεκινήσουν χρειάζονται κεφάλαια και μπορεί να χρειάζεται να πληρώνουν ακριβό ενοίκιο για να έχουν ένα χώρο για να κάνουν τη δουλειά τους. Και πρέπει να υπομένουν τις παρενοχλήσεις της αστυνομίας. Για να αποφύγουν τη σύλληψη πρέπει να δίνουν ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματος τους για να δωροδοκούν τη διεφθαρμένη αστυνομία. Ο κόσμος δεν βλέπει πια την αστυνομία σαν τους προστάτες τους αλλά μάλλον σαν καταχραστές εξουσίας που δεν διστάζουν να χρησιμοποιούν την ωμή βία για καταδιώκουν τον κόσμο και να το χρεώνουν με μεγάλα πρόστιμα και να τσεπώνουν τα χρήματα. Εκτός από τους εργαζόμενους που ζούσαν και δούλευαν στις αστικές περιοχές της Κίνας, πάνω από 200 εκατομμύρια μετανάστες από την ύπαιθρο έχουν πλημμυρίσει τις πόλεις ψάχνοντας για δουλειά. Η πλειοψηφία των γυναικών μεταναστριών προσλαμβάνονται από εξαγωγικές βιομηχανίες που βρίσκονται στις παράκτιες περιοχές ή εργάζονται στον τομέα υπηρεσιών συμπεριλαμβάνοντας την οικιακή εργασία σε πλούσιες οικογένειες. Οι περισσότεροι από τους άνδρες μετανάστες εργάζονται σε οικοδομικές εταιρίες. Αυτοί οι εργαζόμενοι αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους γιατί (όπως ειπώθηκε παραπάνω) δεν μπορούν πια να επιβιώσουν από τη σοδειά τους. Οι μετανάστες έρχονται στις πόλεις και κάνουν τις πιο δύσκολες, βρώμικες και επικίνδυνες δουλειές για να στείλουν χρήματα και να συντηρήσουν τις οικογένειες τους. Καθώς δεν έχουν επίσημα χαρτιά σαν κάτοικοι των αστικών κέντρων, συχνά τους κακομεταχειρίζονται οι εργοδότες τους και δεν τους πληρώνουν. Αν μεταναστεύσει μια ολόκληρη οικογένεια, τα παιδιά δεν μπορούν να πάνε σχολείο στην πόλη γιατί δεν έχουν χαρτιά. Τα εργοστάσια στον εξαγωγικό τομέα παρέχουν συχνά επικίνδυνα πολυπληθείς κοιτώνες και όσοι εργάζονται στις οικοδομές συχνά αναγκάζονται να κοιμούνται σε σκηνές κοντά σε αυτές. Αυτό που αντιμετωπίζουν μέσα στη χώρα δε διαφέρει και πολύ από αυτό που αντιμετωπίζουν οι λαθρομετανάστες σε όλο τον κόσμο.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι οι εργάτες στην Κίνα έχουν χάσει την αξιοπρέπεια και τον σεβασμό που κάποτε είχαν. Στην σοσιαλιστική περίοδο αναφέρονταν σε αυτούς σαν τους «άρχοντες» της χώρας και είχαν πολλή εξουσία ώστε να αποφασίζουν και να ελέγχουν τους τόπους δουλειάς τους. Στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στα περισσότερα εργοστάσια έγιναν αγώνες για να εξαλείψουν παράλογους κανόνες και ρυθμίσεις. Οι εργαζόμενοι είχαν τη δυνατότητα να μιλούν κατά της διεύθυνσης και δεν είχαν το φόβο της απόλυσης ή της τιμωρίας. Οι εργαζόμενοι είχαν υψηλό επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης και συζητούσαν σοβαρά ζητήματα μεταξύ τους. Η κατάσταση των εργαζομένων στην κοινωνία και στους τόπους δουλειάς έχει φτάσει στα επίπεδα όπως πριν την απελευθέρωση. Φοβούνται συνεχώς μήπως χάσουν τη δουλειά τους. Οι παλιότεροι εργαζόμενοι εξοργίζονται κάθε φορά που οι πρώην κρατικές επιχειρήσεις που οι ίδιοι έστησαν με δουλειά πολλών δεκαετιών ξεπουλιούνται από τους ελάχιστους προνομιούχους που έχουν δεσμούς με τους πολιτικά ισχυρούς. Νιώθουν την αδικία. Ένας πρώην εργαζόμενος-πρότυπο, σήμερα στα εβδομήντα του, μου είπε ότι συνήθιζαν να προσφέρονται εθελοντικά για υπερωρίες τις Κυριακές χωρίς πληρωμή ή μπόνους. Μου είπε ακόμη ότι οι πρώην εργάτες στο εργοστάσιο του πήγαιναν από συνήθεια εκεί μόνο για να βεβαιωθούν ότι όλα ήταν εντάξει. Έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν και θεωρούσαν το εργοστάσιο σαν δικό τους. Όταν οι Μεταρρυθμιστές ισχυρίζονται ότι οι Κρατικές επιχειρήσεις δεν ήταν αποδοτικές λόγω των χαλαρών και τεμπέληδων εργατών σαν δικαιολογία για την θεσμοθέτηση της Εργασιακής Μεταρρύθμισης, αυτοί οι εργαζόμενοι έγιναν έξαλλοι από θυμό.
Την ίδια στιγμή που οι εργαζόμενοι έχασαν την ασφάλιση υγείας τους, όλο και περισσότερο εργάζονται σε επικίνδυνες και επιβλαβείς για την υγεία τους συνθήκες δουλειάς. πολλές εταιρίες υψηλής τεχνολογίας που μετεγκαταστάθηκαν στην Κίνα για να εκμεταλλευτούν τους χαμηλούς μισθούς το έκαναν και για να αποφύγουν τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς που ίσχυαν στις χώρες τους. Οι θάνατοι και οι τραυματισμοί ( τα λεγόμενα εργατικά ατυχήματα) που προκλήθηκαν από την έλλειψη ασφάλειας και τη μόλυνση του εργασιακού περιβάλλοντος είναι συγκλονιστικά και συχνά γεγονότα . Εργαζόμενοι διαφόρων ηλικιών εργάζονται χωρίς καμιά προστασία στην εξόρυξη τοξικών μετάλλων από κατεστραμμένες ηλεκτρονικές συσκευές που εξάγουν οι ΗΠΑ, ενώ οι εργάτες των ορυχείων δουλεύουν σε επικίνδυνα ανθρακωρυχεία με υψηλούς δείκτες θνησιμότητας. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του 2003 για κάθε εκατομμύριο τόνου άνθρακα που εξορύχτηκε πέθαναν τέσσερις εργάτες, δεκαπλάσιος αριθμός από όλες της δυτικές χώρες καθώς και τη Ρωσία.
Εκτός από μια μικρή μειοψηφία εξαιρετικά πλούσιων ανθρώπων – διεφθαρμένους γραφειοκράτες και νέο-καπιταλιστές – που ζουν εξαιρετικά πολυτελείς ζωές, υπάρχει ακόμη ένα κομμάτι του αστικού πληθυσμού, γύρω στο 20% με 30% που έζησαν καλά τα τελευταία 30 χρόνια. Κάποιοι είναι επαγγελματίες που εργάζονται σε μεγάλες ντόπιες και ξένες επιχειρήσεις. Παίρνουν μεγάλους μισθούς και μπορούν να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος ζωής, αντίστοιχα με τη λεγόμενη μεσαία τάξη στις δυτικές χώρες. Όχι μόνο οι μισθοί τους είναι υψηλοί αλλά και έχουν και μεγάλους λογαριασμούς εξόδων που χρησιμοποιούν για να απολαμβάνουν ακριβά γεύματα σε πολυτελή εστιατόρια. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν στην ιδιοκτησία τους πολυτελώς επιπλωμένα διαμερίσματα και πολλοί είναι ιδιοκτήτες αυτοκινήτου. Άλλοι, σ’ αυτή την τάξη του αστικού πληθυσμού είναι ενεργοί ή συνταξιούχοι κυβερνητικοί γραφειοκράτες μεσαίου επιπέδου, συμπεριλαμβάνοντας και τους καθηγητές πανεπιστημίου. Η κυβέρνηση επίτηδες ευνόησε αυτούς τους διανοούμενους για να εξαγοράσει την υποστήριξη τους. Απολαμβάνουν επίσης παχυλούς μισθούς και (αν δεν συνταξιοδοτηθούν) έχουν στη διάθεση τους σημαντικούς λογαριασμούς εξόδων. Η πλειοψηφία αυτών των ατόμων από τη «μεσαία τάξη» είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με τη ζωή τους και υποστηρίζουν τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Ωστόσο, δεν είναι μια ομογενής ομάδα και παρά την μάλλον άνετη ζωή τους ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός κατακρίνει την Μεταρρύθμιση και πρόσφατα άρχισαν να το δείχνουν με ανοιχτές επιθέσεις.
Εκτός από μια μικρή μειοψηφία εξαιρετικά πλούσιων ανθρώπων – διεφθαρμένους γραφειοκράτες και νέο-καπιταλιστές – που ζουν εξαιρετικά πολυτελείς ζωές, υπάρχει ακόμη ένα κομμάτι του αστικού πληθυσμού, γύρω στο 20% με 30% που έζησαν καλά τα τελευταία 30 χρόνια. Κάποιοι είναι επαγγελματίες που εργάζονται σε μεγάλες ντόπιες και ξένες επιχειρήσεις. Παίρνουν μεγάλους μισθούς και μπορούν να ανταπεξέλθουν στο υψηλό κόστος ζωής, αντίστοιχα με τη λεγόμενη μεσαία τάξη στις δυτικές χώρες. Όχι μόνο οι μισθοί τους είναι υψηλοί αλλά και έχουν και μεγάλους λογαριασμούς εξόδων που χρησιμοποιούν για να απολαμβάνουν ακριβά γεύματα σε πολυτελή εστιατόρια. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν στην ιδιοκτησία τους πολυτελώς επιπλωμένα διαμερίσματα και πολλοί είναι ιδιοκτήτες αυτοκινήτου. Άλλοι, σ’ αυτή την τάξη του αστικού πληθυσμού είναι ενεργοί ή συνταξιούχοι κυβερνητικοί γραφειοκράτες μεσαίου επιπέδου, συμπεριλαμβάνοντας και τους καθηγητές πανεπιστημίου. Η κυβέρνηση επίτηδες ευνόησε αυτούς τους διανοούμενους για να εξαγοράσει την υποστήριξη τους. Απολαμβάνουν επίσης παχυλούς μισθούς και (αν δεν συνταξιοδοτηθούν) έχουν στη διάθεση τους σημαντικούς λογαριασμούς εξόδων. Η πλειοψηφία αυτών των ατόμων από τη «μεσαία τάξη» είναι ιδιαίτερα ικανοποιημένοι με τη ζωή τους και υποστηρίζουν τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Ωστόσο, δεν είναι μια ομογενής ομάδα και παρά την μάλλον άνετη ζωή τους ένας μικρός αλλά αυξανόμενος αριθμός κατακρίνει την Μεταρρύθμιση και πρόσφατα άρχισαν να το δείχνουν με ανοιχτές επιθέσεις.
Η άποψη του καλοζωισμένου αστικού πληθυσμού πρόκειται να αλλάξει όταν θα βιώσει την εντεινόμενη επιδείνωση της οικονομικής κρίσης. Κάποιοι από αυτούς έχουν ήδη αρχίσει να διαμαρτύρονται για την αδράνεια της κυβέρνησης όταν έχασαν τις οικονομίες τους στο χρηματιστήριο, που έπεσε 60 % την περασμένη χρονιά. Η επικείμενη έκρηξη της φούσκας της αγοράς κατοικίας, η εντεινόμενη ύφεση στην οικονομία και το όλο και ακριβότερο κόστος ζωής θα πλήξει παραπέρα τα συμφέροντα αυτής της ομάδας.
Οι επιπτώσεις της Μεταρρύθμισης στους αγρότες
Οι Μεταρρυθμιστές προχώρησαν στην διάλυση των κομμούνων αμέσως μόλις καθιέρωσαν την πολιτική τους εξουσία το 1979. Η αγροτική Μεταρρύθμιση χρησιμοποίησε πρώτα το κίνητρο των υψηλότερων τιμών για τα δημητριακά και το ρύζι για να παροτρύνει τους αγρότες να εγκαταλείψουν τις κολεκτίβες και να δουλεύουν από μόνοι τους, για να μπορούν να έχουν επιπλέον εισόδημα από την πώληση της σοδειάς τους. Οι αγρότες τσίμπησαν το δόλωμα και δούλεψαν σκληρά για να αυξήσουν την παραγωγή, καταλήγοντας σε ένα σημαντικό κέρδος από το 1979 μέχρι το 1984. Από το 1984, η γη είχε αναδιανεμηθεί σε μεγάλο μέρος σε ξεχωριστά αγροτικά νοικοκυριά.
Αφού διαλύθηκαν οι κομμούνες, η αγροτική παραγωγή της Κίνας συνέχισε να αυξάνεται για λίγο διάστημα και μετά σταμάτησε αυτή η αύξηση. Ένας λόγος είναι ότι η γεωργικές υποδομές που κατασκευάστηκαν στην περίοδο των κομμούνων άρχισαν να καταστρέφονται και έγιναν ελάχιστες επενδύσεις για την αποκατάσταση των ζημιών. Επιπλέον, η διάλυση των κομμούνων σήμαινε ότι η εργασία δεν οργανωνόταν πλέον για τέτοιου είδους έργα υποδομών. Επιπλέον τα γεωργικά μηχανήματα που αγοράστηκαν από τις ταξιαρχίες παραγωγής και τις κομμούνες άρχισαν να παλιώνουν γρήγορα και τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά δεν είχαν τα χρήματα για να επενδύσουν σε καινούρια. Επιπλέον, σε κάποιες περιοχές, όπως το Δέλτα του Γιανγκτσέ, όπου η γη διαιρέθηκε σε μικρές λωρίδες, δεν είναι πια δυνατό να χρησιμοποιηθούν γεωργικά μηχανήματα. Οι αγρότες σ’ αυτές τις περιοχές επέστρεψαν στους αρχαίους τρόπους καλλιέργειας της γης τους πριν την κολεκτιβοποίηση, ο καθένας με απλά γεωργικά εργαλεία. Στην κεντρική και βορειοδυτική Κίνα όπου οι ατομικοί αγροτικοί κλήροι είναι γύρω στο ένα Μου (0,067 του εκταρίου), οι κύριες σοδειές (σιτάρι και καλαμπόκι) θερίζονται ακόμη με κομπίνες. Ιδιώτες επένδυσαν σε κομπίνες και θερίζουν (ή προσλαμβάνουν οδηγούς για το θερισμό) τις σοδειές από κτήμα σε κτήμα, χρεώνοντας 40-45 γιουάν το Μου. Οι ιδιοκτήτες των κομπινών μπορούν να κερδίσουν χιλιάδες γιουάν σε κάθε θερισμό και να έχουν σημαντικά κέρδη.
Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας ήταν η ραγδαία μείωση της καλλιεργήσιμης γης που χρησιμοποιείται τώρα σε βιομηχανικές και εμπορικές χρήσεις αλλά και έχει εγκαταλειφθεί από τους αγρότες λόγω του μικρού εισοδήματος που αποδίδει. Όπως προαναφέρθηκε οι φυσικές καταστροφές, και οι πλημμύρες και η ξηρασία καθώς και η μόλυνση του περιβάλλοντος έχουν καταστρέψει μεγάλες εκτάσεις και δημιούργησαν οξυμμένα προβλήματα στην αγροτική παραγωγή. Επιπλέον, μετά από μια μεγάλη εκροή παραγωγικής εργασίας από την ύπαιθρο στις πόλεις υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού στην ύπαιθρο της Κίνας. Η Κίνα επίσης άρχισε να εισάγει περισσότερα δημητριακά και άλλα αγροτικά προϊόντα από το 2003, για να ανταποκριθούν σε μια από τις προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την είσοδο της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ζωές των αγροτών, ειδικά αυτών που πουλούν τη σοδειά τους και είναι η μόνη πηγή εισοδήματος τους, έγιναν φτωχότεροι και πιο ανασφαλείς. Καθώς η κυβέρνηση πήρε κι άλλα μέτρα για την φιλελευθεροποίηση της αγροτικής αγοράς, η τιμή των δημητριακών κυμαινόταν ενώ η τιμή των εισαγόμενων αγροτικών ειδών συνέχισε να αυξάνεται. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να μεταναστεύει στις πόλεις. Σήμερα πολλοί από τα 320 εκατομμύρια αγρότες που ακόμη το εισόδημα τους εξαρτάται από την πώληση της σοδειάς τους ζουν μέσα στη φτώχεια χωρίς πολλές ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Επιπλέον, μέχρι πρόσφατα ο αγροτικός πληθυσμός σήκωνε ένα μεγάλο βάρος από φόρους. Παρόλο που η κεντρική κυβέρνηση κατάργησε τους φόρους στη γεωργία τα τελευταία δυο χρόνια, οι τοπικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να μαζεύουν υψηλούς φόρους και άλλα τέλη.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, οι ζωές των αγροτών, ειδικά αυτών που πουλούν τη σοδειά τους και είναι η μόνη πηγή εισοδήματος τους, έγιναν φτωχότεροι και πιο ανασφαλείς. Καθώς η κυβέρνηση πήρε κι άλλα μέτρα για την φιλελευθεροποίηση της αγροτικής αγοράς, η τιμή των δημητριακών κυμαινόταν ενώ η τιμή των εισαγόμενων αγροτικών ειδών συνέχισε να αυξάνεται. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να μεταναστεύει στις πόλεις. Σήμερα πολλοί από τα 320 εκατομμύρια αγρότες που ακόμη το εισόδημα τους εξαρτάται από την πώληση της σοδειάς τους ζουν μέσα στη φτώχεια χωρίς πολλές ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Επιπλέον, μέχρι πρόσφατα ο αγροτικός πληθυσμός σήκωνε ένα μεγάλο βάρος από φόρους. Παρόλο που η κεντρική κυβέρνηση κατάργησε τους φόρους στη γεωργία τα τελευταία δυο χρόνια, οι τοπικές κυβερνήσεις συνεχίζουν να μαζεύουν υψηλούς φόρους και άλλα τέλη.
Το οικονομικό βάρος είναι αβάσταχτο για τους αγρότες. Τις τελευταίες δυο δεκαετίες όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στις πόλεις για να δουλέψουν και να στείλουν χρήματα στα σπίτια τους για να επιβιώσουν οι οικογένειες τους. Σήμερα, σχεδόν 200 εκατομμύρια αγρότες δουλεύουν σαν μετανάστες στις πόλεις. Αυτό δείχνει ότι η γεωργία στην Κίνα δεν μπορεί να ζήσει τον αγροτικό της πληθυσμό, όπως και όλες οι άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, οι φτωχοί μετανάστες είναι απόδειξη της γεωργικής χρεοκοπίας.
Ενώ τα νεότερα και πιο δυνατά μέλη των οικογενειών φεύγουν για να βρουν δουλειά στις πόλεις, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι αδύναμοι μένουν πίσω, και εξαρτώνται κύρια από τα χρήματα που τους στέλνουν. Μια πρόσφατη έκθεση έδειξε ότι ένα από τα βασικά προβλήματα της αγροτικής παραγωγής είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Τα άλλα δυο είναι οι υψηλές τιμές των αγροτικών εισαγόμενων ειδών και η καθυστερημένη αγροτική υποδομή. Η έκθεση αναφέρει ότι χωρίς την εργασία ακόμη κι αν οι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν λιπάσματα, δεν έχουν μέσα για να τα μεταφέρουν και να τα χρησιμοποιήσουν στη γη.
Το συνεταιριστικό σύστημα περίθαλψης που στήθηκε μόλις ιδρύθηκαν οι κομμούνες κατέρρευσε μόλις διαλύθηκαν. Μετά την διάλυση του συστήματος των κομμούνων πριν από περισσότερα από 20 χρόνια, τα πρώην μέλη των κομμούνων έχασαν τα δικαιώματα τους στην περίθαλψη και την πρόνοια που τους βοήθησαν να περάσουν σε δύσκολες εποχές. Σ’ ότι αφορά την περίθαλψη οι αγρότες στην ύπαιθρο υποφέρουν ακόμη περισσότερο από τους κατοίκους των πόλεων. Σύμφωνα με στοιχεία του 2003-2004, η συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού σε κάθε είδος ασφάλισης είναι πολύ χαμηλό. Το 2002, η συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού στην σύνταξη λόγω γήρατος ήταν 7,7% αλλά μόνο το 1,4% την έπαιρνε (περίπου το 1% του αγροτικού πληθυσμού). Μόνο το 5% των κατοίκων της υπαίθρου συμμετέχουν στη συνεταιριστική ασφάλιση γιατί δεν μπορούν να πληρώνουν τα υψηλά ασφάλιστρα και τις συμμετοχές. Το 2002, 170 εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από φυσικές καταστροφές αλλά μόνο 9,4 εκατομμύρια, περίπου 5% πήραν κάποια οικονομική βοήθεια.
Η έλλειψη κάθε προληπτικής περίθαλψης σημαίνει ότι μεταδοτικές ασθένειες όπως η φυματίωση, η σχιστοσωμίαση και πολλές άλλες που είχαν βασικά εξαφανιστεί στη δεκαετία του ’50, έχουν επιστρέψει σε πλήρη ισχύ. Επιπλέον, νέες μολυσματικές ασθένειες όπως το AIDS και το SARS έχουν πλήξει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, όχι μόνο από τις επιπτώσεις της ασθένειας αλλά και από την άρνηση την της κυβέρνησης για βοήθεια , και την χαμηλή προτεραιότητα του καθεστώτος για την δημόσια υγεία.
Ενώ τα νεότερα και πιο δυνατά μέλη των οικογενειών φεύγουν για να βρουν δουλειά στις πόλεις, τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι αδύναμοι μένουν πίσω, και εξαρτώνται κύρια από τα χρήματα που τους στέλνουν. Μια πρόσφατη έκθεση έδειξε ότι ένα από τα βασικά προβλήματα της αγροτικής παραγωγής είναι η έλλειψη εργατικού δυναμικού. Τα άλλα δυο είναι οι υψηλές τιμές των αγροτικών εισαγόμενων ειδών και η καθυστερημένη αγροτική υποδομή. Η έκθεση αναφέρει ότι χωρίς την εργασία ακόμη κι αν οι αγρότες μπορούσαν να αγοράσουν λιπάσματα, δεν έχουν μέσα για να τα μεταφέρουν και να τα χρησιμοποιήσουν στη γη.
Το συνεταιριστικό σύστημα περίθαλψης που στήθηκε μόλις ιδρύθηκαν οι κομμούνες κατέρρευσε μόλις διαλύθηκαν. Μετά την διάλυση του συστήματος των κομμούνων πριν από περισσότερα από 20 χρόνια, τα πρώην μέλη των κομμούνων έχασαν τα δικαιώματα τους στην περίθαλψη και την πρόνοια που τους βοήθησαν να περάσουν σε δύσκολες εποχές. Σ’ ότι αφορά την περίθαλψη οι αγρότες στην ύπαιθρο υποφέρουν ακόμη περισσότερο από τους κατοίκους των πόλεων. Σύμφωνα με στοιχεία του 2003-2004, η συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού σε κάθε είδος ασφάλισης είναι πολύ χαμηλό. Το 2002, η συμμετοχή του αγροτικού πληθυσμού στην σύνταξη λόγω γήρατος ήταν 7,7% αλλά μόνο το 1,4% την έπαιρνε (περίπου το 1% του αγροτικού πληθυσμού). Μόνο το 5% των κατοίκων της υπαίθρου συμμετέχουν στη συνεταιριστική ασφάλιση γιατί δεν μπορούν να πληρώνουν τα υψηλά ασφάλιστρα και τις συμμετοχές. Το 2002, 170 εκατομμύρια άνθρωποι υπέφεραν από φυσικές καταστροφές αλλά μόνο 9,4 εκατομμύρια, περίπου 5% πήραν κάποια οικονομική βοήθεια.
Η έλλειψη κάθε προληπτικής περίθαλψης σημαίνει ότι μεταδοτικές ασθένειες όπως η φυματίωση, η σχιστοσωμίαση και πολλές άλλες που είχαν βασικά εξαφανιστεί στη δεκαετία του ’50, έχουν επιστρέψει σε πλήρη ισχύ. Επιπλέον, νέες μολυσματικές ασθένειες όπως το AIDS και το SARS έχουν πλήξει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, όχι μόνο από τις επιπτώσεις της ασθένειας αλλά και από την άρνηση την της κυβέρνησης για βοήθεια , και την χαμηλή προτεραιότητα του καθεστώτος για την δημόσια υγεία.
Μετά την διάλυση των κομμούνων, το αγροτικό σύστημα εκπαίδευσης που οργανωνόταν και διευθύνονταν από τις κομμούνες διαλύθηκε κι αυτό. Το κεφάλαιο της κομμούνας που προορίζονταν για δημοτικά και γυμνάσια στην ύπαιθρο χάθηκε. Η υποστήριξη από την κεντρική κυβέρνηση που πλήρωνε για το χτίσιμο σχολείων και τους μισθούς των δασκάλων μειώθηκε δραστικά ή περικόπηκε. (σήμερα υπάρχει κάποιος σχεδιασμός από την κεντρική Κυβέρνηση να αυξήσει τις δαπάνες για την εκπαίδευση στις αγροτικές περιοχές). Κάποια πλούσια χωριά έχουν χτίσει τα δικά τους σχολεία, αλλά πολύ περισσότερα φτωχά χωριά δεν έχουν τους πόρους για να κάνουν το ίδιο. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, τα σχολικά τους κτίρια είχαν ήδη αρχίσει να καταρρέουν. Πολλοί δάσκαλοι συνέχισαν να διδάσκουν ακόμη και αφού σταμάτησαν να πληρώνονται για πολλούς μήνες, ώσπου τα σχολεία σε πολλά χωριά έκλεισαν εντελώς. Μετά τριάντα χρόνια σκληρής δουλειάς, οι αγρότες στην Κίνα βρίσκονται μόνοι τους, δουλεύοντας συχνά με πρωτόγονα εργαλεία και είναι αβοήθητοι όταν τους χτυπούν καταστροφές είτε φυσικές είτε από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Η κυβέρνηση ούτε τους στηρίζει ούτε τους προστατεύει πια. Αντίθετα οι κυβερνητικοί γραφειοκράτες μαζεύουν φόρους και τους κάνουν έξωση όταν κάνουν συμφωνίες με επενδυτές.
Τριάντα χρόνια Μεταρρύθμισης έχουν καταστρέψει το περιβάλλον της Κίνας κι εξάντλησαν τους φυσικούς της πόρους.
Η Κίνα έχει περιορισμένους φυσικούς πόρους και ελάχιστη καλλιεργήσιμη γη. Κάθε ανάπτυξη που μπορεί να παραταθεί πρέπει βασίζεται στην διατήρηση των φυσικών πόρων και της καλλιεργήσιμης γης. Τριάντα χρόνια καπιταλιστικής Μεταρρύθμισης έχουν εφαρμόσει πολιτικές αντίθετες με αυτό που χρειάζεται μια χώρα χωρίς πληθώρα φυσικών πόρων για να αναπτυχθεί.
Η Κίνα διαθέτει μόνο το 9% της παγκόσμιας καλλιεργήσιμης γης και πρέπει να θρέψει το 22% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το κατά κεφαλήν μέτρο καλλιεργήσιμης γης αντιστοιχεί μόνο στο 1/3 του παγκόσμιου μέσου όρου. Όπως έχει αναφερθεί, υπήρξε σημαντική απώλεια γης αφότου άρχισε η Μεταρρύθμιση, με την αλλαγή της χρήσης της καλλιεργήσιμης γης από τη βιομηχανία ή το εμπόριο καθώς και την εγκατάλειψη της γης από τους αγρότες. Η ταχύτητα της απώλειας γης έχει ενταθεί. Το 1981, ο ετήσιος ρυθμός ήταν 335.000 εκτάρια, το 1984 469.000 εκτάρια και το 2003 έφτασε τα 2.546.000 εκτάρια, που ισοδυναμεί με το 2% της συνολικής καλλιεργήσιμης γης. Το 2006, το Worldwatch υπολόγισε ότι η συνολική απώλεια γης από τότε που άρχισε η Μεταρρύθμιση φτάνει περίπου στο 7% της συνολικής καλλιεργήσιμης γης.
Ο μέσος όρος διαθέσιμου νερού ανά άτομο στην Κίνα είναι 2.200 κυβικά μέτρα που αντιστοιχεί στο 1/4 του παγκόσμιου μέσου όρου. Η μεγάλη άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και της αστικοποίησης (αστυφιλίας) έχει αυξήσει τη χρήση του νερού, τραβώντας νερό από την γεωργική άρδευση και τους κατοίκους της υπαίθρου.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Υδάτινων Πόρων, τα εργοστάσια και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων χρησιμοποίησαν το 34% του συνολικού υδάτινου αποθέματος το 2004, σε σχέση με το 25% το 1998.
Ο μέσος όρος διαθέσιμου νερού ανά άτομο στην Κίνα είναι 2.200 κυβικά μέτρα που αντιστοιχεί στο 1/4 του παγκόσμιου μέσου όρου. Η μεγάλη άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και της αστικοποίησης (αστυφιλίας) έχει αυξήσει τη χρήση του νερού, τραβώντας νερό από την γεωργική άρδευση και τους κατοίκους της υπαίθρου.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Υδάτινων Πόρων, τα εργοστάσια και οι κάτοικοι των αστικών κέντρων χρησιμοποίησαν το 34% του συνολικού υδάτινου αποθέματος το 2004, σε σχέση με το 25% το 1998.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 περισσότερες από 300 μεγάλες πόλεις σε σύνολο 617 αντιμετώπισαν συνεχείς ελλείψεις νερού. Οι μελέτες δείχνουν ότι με τη συνεχή αύξηση της ζήτησης νερού για οικιακή χρήση, όλο και λιγότερο νερό θα διατίθεται στη γεωργία.
Επιπλέον, το πρόβλημα της έλλειψης νερού εντείνεται από τη σοβαρή μόλυνση του νερού. Το Υπουργείο Υδάτινων Πόρων ανακοίνωσε στο έντυπο του, «Οι Υδάτινοι Πόροι της Κίνας, 2000» ότι όλο το νερό των ποταμών της Κίνας, που αποτελεί ένα σύνολο μήκους 114.000 χιλιομέτρων, μόνο το 28,9% είναι καλής ποιότητας (κλάση Ι και ΙΙ) και 29,8% είναι κατώτερης ποιότητας (κλάση ΙΙΙ). Περίπου το 16,1% του νερού έχει μολυνθεί και δεν πρέπει να το αγγίζουν οι άνθρωποι (κλάση IV) και το υπόλοιπο 25,2% του συνολικού νερού των ποταμών είναι υπερβολικά μολυσμένο για οποιαδήποτε χρήση (κλάση V).
Τα σοβαρά περιστατικά διαρροής χημικών στον ποταμό Σανγκ Χούα και της διαρροής καδμίου από έναν εργοστάσιο ψευδαργύρου στον ποταμό Γιανγκτσέ προκάλεσαν την διεθνή προσοχή και τον συναγερμό.
Επιπλέον, το πρόβλημα της έλλειψης νερού εντείνεται από τη σοβαρή μόλυνση του νερού. Το Υπουργείο Υδάτινων Πόρων ανακοίνωσε στο έντυπο του, «Οι Υδάτινοι Πόροι της Κίνας, 2000» ότι όλο το νερό των ποταμών της Κίνας, που αποτελεί ένα σύνολο μήκους 114.000 χιλιομέτρων, μόνο το 28,9% είναι καλής ποιότητας (κλάση Ι και ΙΙ) και 29,8% είναι κατώτερης ποιότητας (κλάση ΙΙΙ). Περίπου το 16,1% του νερού έχει μολυνθεί και δεν πρέπει να το αγγίζουν οι άνθρωποι (κλάση IV) και το υπόλοιπο 25,2% του συνολικού νερού των ποταμών είναι υπερβολικά μολυσμένο για οποιαδήποτε χρήση (κλάση V).
Τα σοβαρά περιστατικά διαρροής χημικών στον ποταμό Σανγκ Χούα και της διαρροής καδμίου από έναν εργοστάσιο ψευδαργύρου στον ποταμό Γιανγκτσέ προκάλεσαν την διεθνή προσοχή και τον συναγερμό.
Η μείωση του νερού των ποταμών έφτασε σε κρίσιμο σημείο όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Κίτρινος ποταμός, που παρέχει το αναγκαίο νερό σε 170 εκατομμύρια ανθρώπους στην περιοχή ξεράθηκε (δεν έφτανε στη θάλασσα) για το χρονικό διάστημα ρεκόρ των 226 ημερών. Όχι μόνο μειώνεται το απόθεμα νερού των ποταμών στην Κίνα αλλά και των υπόγειων υδάτων από την υπερβολική χρήση. Το Υπουργείο Υδάτινων Πόρων δήλωσε ότι ο γρήγορος ρυθμός εξάντλησης των υπογείων υδάτων έχει αυξήσει τον κίνδυνο των σεισμών και των κατολισθήσεων και επιτάχυνε το ήδη σοβαρό πρόβλημα της ερημοποίησης της γης.
Καθώς αυξήθηκε ο ρυθμός ανόδου των εξαγωγών από τις αρχές του 2000, η κατανάλωση πετρελαίου στην Κίνα έχει ανέβει ραγδαία και έφτασε το 100% και η κατανάλωση του αερίου το 92% από το 1990 μέχρι το 2001. Η κατανάλωση πετρελαίου στην Κίνα ξεπέρασε την αντίστοιχη της Ιαπωνίας το 2005 και έτσι έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ. Για να παράγει μεγάλες ποσότητες εξαγωγικών προϊόντων , την ίδια περίοδο (1990-2001) η κατανάλωση στην Κίνα ατσαλιού, χαλκού, αλουμινίου και ψευδαργύρου αυξήθηκε 143%, 189%, 380% και 311% αντίστοιχα.
Καθώς αυξήθηκε ο ρυθμός ανόδου των εξαγωγών από τις αρχές του 2000, η κατανάλωση πετρελαίου στην Κίνα έχει ανέβει ραγδαία και έφτασε το 100% και η κατανάλωση του αερίου το 92% από το 1990 μέχρι το 2001. Η κατανάλωση πετρελαίου στην Κίνα ξεπέρασε την αντίστοιχη της Ιαπωνίας το 2005 και έτσι έγινε ο δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής πετρελαίου μετά τις ΗΠΑ. Για να παράγει μεγάλες ποσότητες εξαγωγικών προϊόντων , την ίδια περίοδο (1990-2001) η κατανάλωση στην Κίνα ατσαλιού, χαλκού, αλουμινίου και ψευδαργύρου αυξήθηκε 143%, 189%, 380% και 311% αντίστοιχα.
Η τεράστια κατανάλωση αυτών των μετάλλων, οι χαλαροί περιβαλλοντικοί κανονισμοί και οι διεφθαρμένοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συνέβαλαν από κοινού στην καταστροφή του περιβάλλοντος στην Κίνα. Η κατάσταση με τη μόλυνση του αέρα και του εδάφους είναι το ίδιο σοβαρή με τη μόλυνση του νερού. Από τις 20 πιο μολυσμένες πόλεις στον κόσμο, οι 16 βρίσκονται στην Κίνα. Η μόλυνση του αέρα έχει προκαλέσει σοβαρές αναπνευστικές ασθένειες στους κατοίκους των πόλεων και η μόλυνση του νερού και του εδάφους βλάπτουν περισσότερο τους κατοίκους της υπαίθρου. Σε κάποια χωριά τα ποσοστά καρκίνου είναι 20 και 30 φορές πάνω από τον μέσο όρο σε εθνικό επίπεδο.
Η υπερκατανάλωση των φυσικών πόρων και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος της Κίνας είναι οι άμεσες συνέπειες της άλογης στρατηγικής της Κίνας να επιδιώκει υψηλούς ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ μέσω της αύξησης της ανόδου των εξαγωγών. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πια γνωρίζουν τις αρνητικές συνέπειες αυτή της στρατηγικής που επιδιώκει την ανάπτυξη με κάθε κόστος. Οι αντίθετες φωνές τονίζουν τους κινδύνους της στρατηγικής της Μεταρρύθμισης, της επιδίωξης δηλαδή αυτού του είδους της ανάπτυξης και όλο και περισσότεροι οργανώνονται για να αντιμετωπίσουν γεγονότα όπως η ίδρυση εργοστασίων επικίνδυνων για το περιβάλλον κοντά στις κοινότητες τους.
Ο Κινέζικος λαός αντιστέκεται
Όπως προαναφέρθηκε, ο κινέζικος λαός έχει διδαχθεί για το τι ακριβώς είναι ο καπιταλισμός τα τελευταία τριάντα χρόνια. Κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι η Κίνα παραμένει σοσιαλιστική χώρα. Οι επιθέσεις που εξαπέλυσαν οι Μεταρρυθμιστές ενάντια στους Κινέζους εργαζόμενους ήταν βάναυσες και αδιάκοπες. Η διαδικασία καταστροφής της σοσιαλιστικής οικονομίας, που ανάγκασε τους πρώην εργαζόμενους στο κράτος να περάσουν στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας στον βιομηχανικό τομέα και ο εξαναγκασμός των αγροτών να εγκαταλείψουν τη γη για να δουλέψουν σαν μετανάστες είναι παρόμοια σε σκληρότητα με τη φάση της πρωταρχικής συσσώρευσης της αρχικής καπιταλιστικής ανάπτυξης στις Ευρωπαϊκές χώρες, υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά. Η πρωταρχική συσσώρευση στην Ευρώπη μπόρεσε να απελευθερώσει την εργασία από τον έλεγχο των φεουδαρχών. Στην Κίνα, οι εργάτες και οι αγρότες έχουν ήδη περάσει από τριάντα χρόνια σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και ξέρουν τι μπορούν να καταφέρουν δουλεύοντας συλλογικά κάτω από την ηγεσία ενός γνήσιου Κομμουνιστικού Κόμματος, ακολουθώντας την προλεταριακή γραμμή του Μάο Τσε Τουνγκ.
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο άνθρωποι οργανώνονται για να αντισταθούν στις πολιτικές της Μεταρρύθμισης. Πολλοί απολυμένοι εργαζόμενοι καταλαμβάνουν τα εργοστάσια τους για να διαμαρτυρηθούν είτε για το ξεπούλημα είτε για το κλείσιμο τους. Παλιότεροι εργαζόμενοι που εξαναγκάστηκαν σε συνταξιοδότηση διαμαρτύρονται ενάντια στις αρχές και διεκδικούν δεδουλευμένους μισθούς και περισσότερα δικαιώματα. Οι αγρότες διαμαρτύρονται ενάντια στην κατάσχεση γης χωρίς ικανοποιητική αποζημίωση και ενάντια σε εργοστάσια που χτίζονται στις γειτονιές τους που προκαλούν σοβαρή μόλυνση του περιβάλλοντος. Πολλοί άνθρωποι και στις αστικές και στις αγροτικές περιοχές διαμαρτύρονται ενάντια στη βαρβαρότητα της αστυνομίας και των τοπικών αξιωματούχων. Το 2005, οι επίσημοι αριθμοί διαδηλώσεων που αφορούσαν πάνω από 100 άτομα έφτασαν τις 200 με 300 τη μέρα, ή τις 74.000 το χρόνο. Το 2006 το νούμερο ξεπέρασε τις 90.000 και μετά από αυτό η κυβέρνηση σταμάτησε να δίνει στοιχεία – αναμφίβολα γιατί τα νούμερα συνέχισαν να αυξάνονται.
Είναι επίσης σημαντικό γεγονός, και ο αυξανόμενος αριθμός των διανοουμένων που ορθώνουν το ανάστημα τους για να αμφισβητήσουν τα πολλά ψέμματα που διαδίδονται από τους Μεταρρυθμιστές. Πολλοί από αυτούς εμπαίχθηκαν στα αρχικά στάδια της Μεταρρύθμισης, θεωρώντας ότι η Μεταρρύθμιση ήταν «σοσιαλισμός με κινέζικα χαρακτηριστικά». Πολλοί μαζί και κάποιοι που συμμετείχαν στο φοιτητικό κίνημα του 1989 ( που κατέληξε στη σφαγή της Τιεν Αν Μεν) πίστευαν επίσης ότι η λογική της ελεύθερης αγοράς θα έλυνε πολλά από τα προβλήματα της Κίνας.
Στα τελευταία 15 χρόνια, οι προοδευτικοί διανοούμενοι άρχισαν να αμφισβητούν τους Μεταρρυθμιστές απορρίπτοντας πολλά από τα ψέμματα που λένε. Για παράδειγμα, οι Μεταρρυθμιστές ισχυρίζονται ότι η ανάπτυξη ήταν μικρή στην σοσιαλιστική περίοδο, αλλά αυτοί οι διανοούμενοι απέδειξαν ότι το αντίθετο ήταν αλήθεια, δημοσιοποιώντας στοιχεία που έδειχναν τρομερά επιτεύγματα στην διάρκεια των τριάντα χρόνων πριν τη Μεταρρύθμιση. Οι Μεταρρυθμιστές ισχυρίζονται ψευδώς ότι η ανάπτυξη της Κίνας με βάση την αυτοδυναμία της στην σοσιαλιστική περίοδο αποτέλεσε μια αυτό-απομόνωση που οδήγησε στην οπισθοδρόμηση της Κίνας. Αυτοί οι διανοούμενοι κατέρριψαν αυτούς τους ισχυρισμούς, κατηγορώντας τους Μεταρρυθμιστές ότι εξαρτώνται υπερβολικά από το ξένο κεφάλαιο, την ξένη τεχνολογία και τις ξένες αγορές, παραδίνοντας τη χώρα στα ξένα μονοπώλια και προξενώντας την απώλεια της οικονομικής και πολιτικής αυτονομίας της Κίνας.
Τα τελευταία δυο χρόνια οι συζητήσεις που διεξάγονται στην Κίνα σε έντυπα και ανοιχτές εκδηλώσεις είναι ζωντανές και έντονες. Το πλαίσιο και το βάθος αυτών των συζητήσεων είναι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο από οποιεσδήποτε άλλες συζητήσεις έγιναν από τότε που ξεκίνησε η Μεταρρύθμιση. Οι αντιπαραθέσεις κατά της Μεταρρύθμισης έχουν γίνει πιο τολμηρές και άμεσες, αναγκάζοντας αυτούς που συνεχίζουν να υπερασπίζονται την Μεταρρύθμιση να απολογούνται.
Τα τελευταία δυο χρόνια οι συζητήσεις που διεξάγονται στην Κίνα σε έντυπα και ανοιχτές εκδηλώσεις είναι ζωντανές και έντονες. Το πλαίσιο και το βάθος αυτών των συζητήσεων είναι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο από οποιεσδήποτε άλλες συζητήσεις έγιναν από τότε που ξεκίνησε η Μεταρρύθμιση. Οι αντιπαραθέσεις κατά της Μεταρρύθμισης έχουν γίνει πιο τολμηρές και άμεσες, αναγκάζοντας αυτούς που συνεχίζουν να υπερασπίζονται την Μεταρρύθμιση να απολογούνται.
Σε μια επιστολή που συντάχθηκε και υπογράφηκε από 170 προσωπικότητες τον Σεπτέμβρη του 2007 και υποβλήθηκε στους εκπροσώπους του 17ου Συνεδρίου του Κινέζικου Κομμουνιστικού Κόμματος, οι υπογράφοντες κατηγόρησαν ανοιχτά και είπαν ότι οι κατέχοντες την εξουσία στο Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα δεν εκπροσωπούσαν πλέον τα συμφέροντα της εργατικής τάξης της Κίνας και ότι πρόδωσαν τις αρχές του Μαρξισμού-Λενινισμού-Σκέψης Μάο Τσε Τουνγκ. Οι εξελίξεις τα δυο τελευταία χρόνια δείχνουν ότι οι δυνάμεις που αντιτίθενται στην καπιταλιστική Μεταρρύθμιση της Κίνας κερδίζουν έδαφος. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο αγώνας για τον σοσιαλισμό στην Κίνα όπως και οπουδήποτε αλλού θα είναι μακρύς, δύσκολος και θα αντιμετωπίσει πολλές προδοσίες. Όμως η σοσιαλιστική κληρονομιά της Κίνας και η θεωρία και η πράξη που άφησε ο Μάο θα οδηγήσουν στον θρίαμβο του αγώνα τελικά.
=======================================
* Το κείμενο αποτελεί την ομιλία της Κινέζας καθηγήτριας στην Ουτρέχτη της Ολλανδίας , στις 21/10/2008, σε εκδήλωση που οργάνωσε το Εθνικό Δημοκρατικό Μέτωπο Φιλιππίνων. Η Pao Yu Ching είναι συνταξιούχος επίτιμη καθηγήτρια του Κολεγίου Marygrove στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ και ειδική σε θέματα Κίνας. Στα αγγλικά βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://democracyandclasstruggle.blogspot.com/2008/10/thirty-years-of-capitalist-reform-by.html. Την μετάφραση για λογαριασμό της «Προλεταριακής Σημαίας» έκανε η Χρυσή Περπερίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου